Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

Κίτρινα γιλέκα: Πώς προέκυψε η εμφάνισή τους, τι πραγματικά ζητούν



Ένας γαλλικός νόμος του 2008 επιβάλλει σε όλους τους αυτοκινητιστές να φορούν κίτρινο γιλέκο.


Εδώ και τρεις βδομάδες, εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές με κίτρινα γιλέκα κλείνουν κάθε Σάββατο τους δρόμους της Γαλλίας και διαδηλώνουν την αντίθεσή τους στην άνοδο των τιμών των καυσίμων. 

Η τιμή του ντίζελ που χρησιμοποιούν τα επαγγελματικά, αλλά και τα περισσότερα ιδιωτικής χρήσης οχήματα στη Γαλλία, έχει αυξηθεί κατά 18% εξαιτίας κυρίως της διεθνούς αύξησης των τιμών, αλλά και της αυξημένης έμμεσης φορολογίας που επέβαλε η κυβέρνηση Μακρόν. 

Ένας νέος φόρος στα καύσιμα αναμένεται να τεθεί σε ισχύ από 1/1/2019, με περιβαλλοντική αιτιολόγηση, προκειμένου δηλαδή να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.

Θα ήταν δύσκολο να μιλήσουμε για ανοιχτή εξέγερση, όπως κάνουν μερικοί σχολιαστές, καθώς οι διαδηλώσεις δεν συνοδεύονται από αξιοσημείωτες απεργιακές κινητοποιήσεις συνδικάτων και τα Κίτρινα Γιλέκα επιστρέφουν στις δουλειές τους κάθε Δευτέρα, ωστόσο η βιαιότητα των επεισοδίων είναι πρωτοφανής ακόμα και για μια χώρα όπως η Γαλλία. 

Η ένταση αλλά και η δημοφιλία της διαμαρτυρίας (70% των Γάλλων συμφωνούν με αυτή) δίνουν σκληρό χτύπημα στο πολιτικό προφίλ του Μακρόν, ιδίως στην εικόνα που θέλει να εκπέμψει στο εσωτερικό και το εξωτερικό -ενός σύγχρονου, δυναμικού ηγέτη που μεταρρυθμίζει τη χώρα του, ενώ αναδεικνύουν και τις θεμελιώδεις αδυναμίες του κομματικού του εγχειρήματος. 

Το κόμμα του Μακρόν παραμένει ρηχό και προσωποπαγές, χωρίς ρίζες στη γαλλική κοινωνία. 

Ο πολιτικός του περίγυρος αποτελείται από ανθρώπους που του μοιάζουν: Τεχνοκράτες χωρίς μεγάλη πολιτική εμπειρία και κυρίως χωρίς εμπειρία στην τοπική πολιτική, στην αυτοδιοίκηση ή τα συνδικάτα.

Πλέον, φαίνεται πως η διαμαρτυρία των κίτρινων γιλέκων έχει γίνει καθολική διαμαρτυρία για το κόστος ζωής και την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. 

Τα στοιχεία δείχνουν πως και επί Μακρόν συνεχίζεται η αργή διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης και διεύρυνσης των ανισοτήτων που λαμβάνει χώρα στη Γαλλία εδώ και χρόνια, θυσία στο διαρκή αγώνα όλων των γαλλικών κυβερνήσεων να συγκλίνουν, ατελέσφορα εκ του αποτελέσματος, σε ανταγωνιστικότητα και δημοσιονομική ευρωστία με τη Γερμανία.

Η ιδιαιτερότητα αυτής της κινητοποίησης βρίσκεται στο ότι το κέντρο βάρους της διαμαρτυρίας εντοπίζεται σε πληθυσμούς των περιαστικών περιοχών του Παρισιού και της επαρχίας. 

Πρόκειται για περιοχές υποβαθμισμένες, περιφρονημένες από την εξουσία του Παρισιού, που έχουν υποστεί το κόστος της περικοπής των επενδύσεων περιφερειακής ανάπτυξης, ενώ οι εργαζόμενοι χρειάζεται συχνά να διανύουν δεκάδες χιλιόμετρα την ημέρα για να μεταβούν στις εργασίες τους. 

Όπως μάλιστα επισημαίνουν σχολιαστές, η πολιτική Μακρόν για μετακύλιση του κόστους της περιβαλλοντικής πολιτικής στους καταναλωτές θίγει βάναυσα έναν τρόπο ζωής που το ίδιο το γαλλικό κράτος προωθούσε επί δεκαετίες. 

Πρόκειται για ένα μοντέλο οικιστικής και οικονομικής ανάπτυξης με κέντρο το ιδιωτικό αυτοκίνητο, τις μετακινήσεις σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας, το άπλωμα της περιαστικής ζώνης, την αποκέντρωση κατοικίας και εργασίας.

Με άλλα λόγια, δύο διαφορετικές πολιτικές συνέκλιναν και ενέτειναν τη δυσφορία εκατομμυρίων Γάλλων εργαζομένων:

Η πολιτική λιτότητας, συγκράτησης μισθών και δημοσιονομικής «εξυγίανσης» συχνά μέσω αύξησης της έμμεσης φορολογίας στην κατανάλωση των μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων από τη μια μεριά. 

Και από την άλλη, η πολιτική αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής ιδίως μέσω φόρων στην κατανάλωση -πολιτική που για παράδειγμα η γερμανική κυβέρνηση Μέρκελ διστάζει ακόμα να υιοθετήσει, παρά τις πιέσεις.

Ο πολιτικός χαρακτήρας του κινήματος απασχόλησε ιδιαίτερα τους σχολιαστές. Πράγματι, φαίνεται πως η επιρροή, ενδεχομένως η ηγεμονία της Λεπέν, χαρακτήριζε το κίνημα στην αρχή. 

Ορισμένοι μίλησαν για νέο πουζαντισμό, δηλαδή μια εξέγερση μικροεπιχειρηματιών και επαγγελματιών ενάντια στην αγνόηση της κεντρικής εξουσίας, τον κοινωνικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό και τη φορολογία. 

Ωστόσο, η στήριξη στο κίνημα που έδωσε όλη η αριστερά και οι κλήσεις για συμμετοχή και είσοδο αριστερών ακτιβιστών στο κίνημα πιθανότατα έκαναν περισσότερο αμφίσημο το πολιτικό του στίγμα.

Βέβαιο είναι πως παραμένει κίνημα χωρίς ηγεσία, χωρίς σύνδεση με παραδοσιακούς μηχανισμούς κινητοποίησης, κόμματα και συνδικάτα, χωρίς συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα, αλλά με σαφώς πολιτικές αιτίες. 

Αιτίες που δεν είναι άλλες από την αντίδραση των αγανακτισμένων της ανεπτυγμένης Ευρώπης για τα αυξανόμενα αδιέξοδα της ζωής τους, για την κατάρρευση ενός οράματος για βίο με αξιοπρεπή εργασία και εισόδημα και για την αδιαφορία μιας όλο και πιο αποξενωμένης, διεθνοποιημένης ελίτ για τα προβλήματα των «μικρών» ανθρώπων και των τοπικών κοινωνιών.

*Του Χρήστου Κανελλόπουλου - Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 15ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, που δημοσιεύεται στο https://www.enainstitute.org/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου