Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

28 Οκτώβρη 1952 γεννιέται στη Σκόπελο ο εραστής του ρεμπέτικου Γιώργος Ξηντάρης




Γεννήθηκε στις 28 Οκτώβρη του 1952 στη Σκόπελο, το νησί των Βορείων Σποράδων, που ο Γιώργης πάνω στο κάστρο της Ανατολής την μεταμόρφωσε σε μαγική ρεμπέτισσα..!!!



Από πολύ μικρός στο νησί που ζούσε άρχισε να δουλεύει μεροκάματο στις οικοδομές για να μπορεί να ζει ανεξάρτητος χωρίς να επιβαρύνει οικονομικά την οικογένειά του τα δύσκολα εκείνα χρόνια του 60.

Σαν παιδί ήταν ευγενικό και λιγομίλητο κι όταν δεν δούλευε έφτιαχνε το ποδήλατό του. Οταν μπήκε στην εφηβεία πήγε ένα ταξίδι στην Αθήνα για 3 
μήνες κι αγόρασε το πρώτο του μπουζούκι από την Ομόνοια. 

Γυρίζοντας στη Σκόπελο κι ακούγοντας ρεμπέτικα άρχισε να το γρατζουνάει και να παίζει κι αυτός.  

Η γειτονιά του Μώλου που ήταν το πατρικό του ήταν κι η πρώτη που βίωσε το ξεκίνημά του στο μετέπειτα μακρύ δρόμο που χάραξε στη καριέρα του.





Οι γονείς του η Φιλιώ κι ο Αντώνης,ήταν το σύμβολο της αγάπης και του φιλότιμου, κάτι που ίσως τον επηρέασε πολύ θετικά στη ζωή του.

Το δωμάτιό του το είχε μετατρέψει σε μικρό στούντιο. Εκεί ερχόντουσαν οι φίλοι του κι έκαναν πρόβες.Πολλοί από αυτούς αργότερα ασχολήθηκαν με το ρεμπέτικο τραγούδι.

Τη δεκαετία του 70 αποφασίζει να πάει στην Αθήνα μόνος του, να δουλέψει οικοδομή και παράλληλα ν'ασχοληθεί με το τραγούδι.

Τα μεροκάματα ήταν μικρά κι η ζωή στη πρωτεύουσα δύσκολη είχε όμως σύμμαχο τα νιάτα και το χάρισμά του.Τη φωνή του,μια φωνή που είχαν χρόνια ν'ακούσουν οι εραστές του ρεμπέτικου..!!!

Το πρωί οικοδόμος, το βράδυ ρεμπέτης στα περισσότερα στέκια της Αθήνας και τα μεσημέρια αντί να ξεκουράζεται έκανε πρόβες στο μικρό σπίτι του στα Πατήσια.

Το ’72 – ’73 άφησε την οικοδομή και ξεκίνησε να παίζει καλοκαίρια στη Σκόπελο, στα «Δειλινά», στη ταβέρνα του Μήτσου του κουμπάρου όπως τον έλεγε,παρέα με τον φίλο του τον Παύλο Βασιλείου.

Τα «Δειλινά», αυτά απέναντι απ'το κάστρο που αργότερα έφτιαξε με τα ίδια του τα χέρια το δικό του μαγαζί την «Ανατολή».


Αργότερα στα «Δειλινά» έπαιξε με τον Κώστα Καλαφάτη,συνεργάτη του από το Πανόραμα στη Πάτρα, όπως και με τον Λάμπρο Καρελά. 




Στα «Δειλινά» ο Ξηντάρης πήρε στο πλάι του να τραγουδήσουν πολλούς καταξιωμένους σήμερα καλλιτέχνες, που μέχρι τότε δεν ήταν επαγγελματίες, όπως την Αρβανιτάκη,μέλη από την οπισθοδρομική κομπανία κι άλλους...
καλλιτέχνες που αργότερα ξέχασαν τα «Δειλινά» και κατά συνέπεια και τον ίδιο........

Το χειμώνα εκείνης της εποχής (
74 –79)  έμενε στη Πάτρα και τραγουδούσε σε ρεμπέτικα στέκια όπου και γνώρισε τους Κώστα Καλαφάτη και Λάμπρο Καρελά που ήταν ακόμα φοιτητές και τους πήρε μαζί του στο παλκοσένικο που ο ίδιος όλα αυτά τα χρόνια το χε κτίσει με πολύ κόπο...

Το 1981 σ'ένα νεοκλασικό σπίτι της οδού Ιπποκράτους μαζί με τον παιδικό του φίλο Παύλο Βασιλείου δημιούργησαν την «Ρεμπέτικη Ιστορία».

Ο χώρος και η μουσική σε ταξίδευε στα παλιά αυθεντικά ρεμπέτικα. Ένα μαγαζί σταθμός στο κέντρο της Αθήνας του 80 στην ιστορία των πρώτων ρεμπετάδικων.







Με το πέρασμα του χρόνου αυτός ο μουσικός χώρος χαρακτηρίζεται πλέον ιστορικός, καθώς από την αρχή έγινε στέκι για μεγάλα ονόματα του ρεμπέτικου τραγουδιού, όπως της Σωτηρίας Μπέλου, που ακόμα και μετά τον θάνατό της, υπήρχε κρεμασμένη στο τοίχο η φωτογραφία της με την προσωπική της αφιέρωση.

Το 1983 – ’84 έρχεται η περίφημη σειρά «Το Μινόρε της Αυγής» όπου κι αναλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της ερμηνείας των τραγουδιών.





Μετά το χαμό του Τσίγγου και του Νίκου Δημητράτου, ο Γιώργος Ξηντάρης ήταν η μόνη ζωντανή αντρική φωνή του «Μινόρε της αυγής».

Στη διαδρομή του έχει ταξιδέψει παίζοντας και
τραγουδώντας σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, σε όλα τα καλά στέκια του λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού.






Τα καλοκαίρια θα τον βρει κανείς στο νησί του, στο κατά κυριολεξία χειροποίητο μαγαζί που έφτιαξε μόνος του ανεβάζοντας τα υλικά με το μουλάρι. Λιθαράκι-λιθαράκι έγινε αυτό το πράγμα.


Στην αρχή έφτιαχνε τα φαγητά στην παραλία εκεί κάτω στο πατρικό του σπίτι και τα έφερνε στο ταψάκι σκαλί - σκαλί μέχρι το κάστρο…μέσα στη τρέλα όλα !!!




Βραδυές γεμάτες τραγούδια κι αφιερώσεις για φίλους που έκλαιγαν για τις χαμένες τους αγάπες κι αυτές τις καινούργιες που τους έπιαναν το χέρι για πρώτη και στερνή φορά στην "Ανατολή" πριν χαράξει η μέρα.


Ούτε λεφτά δεν έπαιρνε όταν έκλεινε πριν την ανατολή του ήλιου. Ο,τι ήθελε ο καθένας να δώσει τ'άφηνε πάνω στο ψυγείο !!! Ετσι ήταν ο Ξηντάρης...κι ετσι συνεχίζει να είναι...

Ετσι το είχε φτιάξει το μαγαζί για αγάπη μόνο... για τους φίλους του και για να τραγουδά τα σώψυχά του...

Ο,τι θέλαν οι φίλοι κι όποια παραγγελιά την άκουγαν ακόμα και ξημερώματα στήν Ανατολή..







Η «Ανατολή» είναι πλέον το παιδί του. Το χειμώνα πάει και κάθεται μόνος του στην πεζούλα, και αγναντεύει το πέλαγος.

Έχει χύσει πολύ ιδρώτα γι αυτό το μαγαζί και το αγαπάει.


Στη κιθάρα και το μπουζούκι οι νεαροί Ξηντάρηδες, η συνέχεια του Γιώργη.Πρόσωπα νεανικά, όμορφα κι ερωτικά βλέμματα, φωνές δουλεμένες απ' το μεράκι του πατέρα.





Τελικά το πείσμα του τον έκανε επαγγελματία στο μπουζούκι και τραγουδιστή.Απο τότε μέχρι σήμερα υπηρετεί με μεγάλο έρωτα κι αγάπη το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι.Ισως όμως και από τη στιγμή που έπιασε στα χέρια του το πρώτο του μπουζούκι κι άκουσε τη φωνή του να γίνεται αντρίκια.

Στα χρόνια που πέρασαν από τότε θα πεί ότι η προβολή που έπρεπε να γίνει στον κάθε καλλιτέχνη έβγαλε προς τα έξω το «φαίνεσθε» και όχι το «είναι».

Ηρθαν στην επιφάνεια βεντετισμοί, και τίποτε άλλο. Υπάρχουν άνθρωποι που τους εμπιστεύτηκα και τους θεωρούσα φίλους μου, και τελικά αποδείχθηκαν βεντέτες.

Σ’ αυτά τα πράγματα εγώ δεν συμμετέχω και τα ’χω σιχαθεί. Δεν έχω κουραστεί να τραγουδάω,το αντίθετο.... και στο μηχανάκι πάνω, όταν πάω για ψώνια, τραγουδάω. Με κούρασε όμως αυτό το κύκλωμα...

Στα χρόνια που πέρασαν κουράστηκε λίγο, είναι αλήθεια. Δεν τον κούρασε το τραγούδι, ούτε η μουσική. Ο κόσμος τον κούρασε , όχι το κοινό αλλά ο κόσμος του σιναφιού. Οι ίντριγκες, τα υπόγεια εκεί που όλα γίνονται κρυφά,εκεί που δεν υπάρχει μπέσα, και δεν υπάρχει πια φιλότιμο.

Κάθε ένας άνθρωπος έχει την ιστορία του, θα πεί ο Γιώργης κάποια στιγμή και τα ρεμπέτικα τραγούδια τα έχουν πει όλα. Θα ακούσω ένα τραγούδι, θα μου φέρει την εικόνα της ιστορίας μου, και θα το αγαπήσω.

«Κάθε ένας άνθρωπος μοιάζει με καράβι που θαλασσοδέρνεται βράδυ και πρωί», που λέει κι ο στίχος. Γι’ αυτό έχει δύναμη το ρεμπέτικο και είναι κλασικό, και δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ.





Πολλοί καλλιτέχνες στη πορεία της καριέρας τους έγιναν γνωστοί στο κοινό αλλά άγνωστοι για τους φίλους τους. 

Τον Ξηντάρη όμως νομίζω ότι δεν έχει λόγο να τον τοποθετήσει στη λήθη κανείς. Ούτε για τη φωνή του ούτε για τη ποιότητα του χαρακτήρα του...Ενας αυθεντικός ρεμπέτης...!!!

Οι αναμνήσεις μου.. Ντεμούδιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου