Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Σαν σήμερα 5 Δεκεμβρίου 1933 καταργείται η Ποτοαπαγόρευση που είχε επιβληθεί στις ΗΠΑ το 1920






Ποτοαπαγόρευση: Ένα τεράστιο λάθος, που γιγάντωσε τη Μαφία.
Η περίοδος από το 1920 έως το 1933 στις ΗΠΑ, όταν κηρύχθηκε παράνομη με συνταγματική πρόνοια η παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών.


Για δεκατρία χρόνια από την 1η Ιανουαρίου του 1920 έως την 5η Δεκεμβρίου του 1933 στην χώρα, είχε κηρυχθεί παράνομη η παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών.

Εμείς θα γυρίσουμε πίσω στην δεκαετία του 1920, για να καταλάβουμε τους λόγους που επιβλήθηκε το μέτρο και στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε γιατί ήταν ένα μέτρο που απέτυχε και πως βοήθησε την γιγάντωση του οργανωμένου εγκλήματος.



Το μεταναστευτικό κύμα της τελευταίας περιόδου του 19ου αιώνα εναπόθεσε ένα ετερόκλητο πλήθος νέων πολιτών στις ακτές της Αμερικής, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από πολύ λιγότερο "φωτισμένες" περιοχές απ' όσο η Αγγλία.

Αυτοί οι τελευταίοι μετανάστες γρήγορα διαπίστωσαν ότι οι πρόδρομοί τους υπέμεναν έναν τρόπο ζωής στέρησης και δυστυχίας. Προερχόμενοι από την Ιρλανδία, τη Σικελία ή την Ουαλία οι νεοφερμένοι δεν έχασαν την ευκαιρία να επωφεληθούν οικονομικά, παρέχοντας μερικές ανθρώπινες διευκολύνσεις. Πρόσφεραν από τυχερά παιχνίδια μέχρι γυναίκες, ενώ οι διεφθαρμένες αρχές έκαναν τα στραβά μάτια.


* Πως ξεκίνησε

Παρόλο που οι πουριτανικοί κανόνες συμπεριφοράς απαγόρευαν τη μέθη, δεν απέκλειαν τη μέτρια κατανάλωση ποτών, ιδιαίτερα με τη μορφή της μπύρας.

Έχοντας εισαχθεί στο Λονδίνο γύρω στο 1720, το φτηνό τζιν δημιούργησε μια επιδημία εθισμού. Στις "αποικίες", έκαναν την εμφάνισή τους ορισμένες κοινότητες εγκράτειας σε μια μάταιη προσπάθεια να κρατήσουν τη μάστιγα μακριά από το Νέο Κόσμο.

Η ιστορία ξεκίνησε με την επικύρωση της 18ης τροπολογίας, η οποία απαγόρευσε την παραγωγή, την πώληση ή τη μεταφορά των αλκοολούχων ποτών στις Ηνωμένες Πολιτείες.


 Οι σταυροφόροι και οι οργανισμοί εναντίον του αλκοόλ έδωσαν ώθηση στην τροποποίηση, το 1919, παίζοντας με το φόβο για ηθική παρακμή μίας χώρας που μόλις βγήκε από τον πόλεμο. Ο Νόμος Βόλστερντ, καθόρισε τους κανόνες επιβολής της απαγόρευσης που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1920.

Η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών ήταν για πολλά χρόνια ένα αμφιλεγόμενο θέμα στην Αμερική από την περίοδο της αποικιοκρατίας.

Τον Μάιο του 1657, το Γενικό Δικαστήριο της Μασαχουσέτης έκρινε παράνομη την πώληση ισχυρών οινοπνευματωδών ποτών του ρουμίου, του κρασιού , του κονιάκ , κλπ.

Ο Μπένζαμιν Ρας , ένας από τους σπουδαιότερους γιατρούς στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα , πίστευε στη μετριοπάθεια παρά την απαγόρευση.

Στην πραγματεία του που εκδόθηκε το 1784 , "Η έρευνα σχετικά με τις επιπτώσεις του αλκοόλ στο ανθρώπινο σώμα" υποστήριξε ότι η υπερβολική χρήση αλκοόλ ήταν ζημιογόνος για τη σωματική και ψυχική υγεία.

Στις αρχές του 1800 σχηματίστηκαν "ομάδες εγκράτειας" σε οκτώ κράτη, την ώρα που το 1830 οι Αμερικανοί κατανάλωναν κατά μέσο όρο 1,7 μπουκάλια σκληρού αλκοόλ ανά εβδομάδα.

Καμία ομάδα δεν ύψωσε το λάβαρο της εγκράτειας υψηλότερα από τις γυναίκες. Άλλωστε ήταν εκείνες που υποχρεώνονταν να υπομένουν τις επιπτώσεις που είχαν τα οινοπνευματώδη ποτά στους ταβερνόβιους συζύγους τους. 

Έτσι, το 1874, καταλαμβάνοντας την εμπροσθοφυλακή του αντιαλκοολικού κινήματος, συγκρότησαν σε εθνικό επίπεδο τη "Χριστιανική Ένωση Εγκράτειας Γυναικών" (Women's Christian Temperance Union). Την ίδια περίοδο σχηματίστηκε και η "Ένωση κατά των Σαλούν" (Anti-Saloon League).


Μέλη της "Χριστιανικής Ένωσης Εγκράτειας Γυναικών"


Μέλη των δύο αυτών οργανώσεων σχημάτισαν το Κόμμα της Απαγόρευσης-Prohibition Party-, που πήρε μέρος στις προεδρικές εκλογές του 1872, αλλά συγκέντρωσε μόλις 5.608 ψήφους.

Το 1879 ο Τζον Σεντ Τζον εκλέχθηκε κυβερνήτης του Κάνσας και τέσσερα χρόνια αργότερα το Κάνσας έκανε η πρώτη πολιτεία στην Αμερική, που κήρυξε παράνομο το αλκοόλ.

Το 1881 η πολιτεία του Κάνσας έγινε η πρώτη πολιτεία που απαγόρευσε τα οινοπνευματώδη ποτά.




Τρία χρόνια αργότερα, το 1884 ο Σεντ Τζον έθεσε υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Αμερικής με τη σημαία του Κόμματος της Απαγόρευσης και έλαβε 150.369 ψήφους.

Επιφανείς εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου (Φορντ, Ροκφέλερ) δήλωναν ότι οι εργαζόμενοι θα ήταν πιο παραγωγικοί εάν απείχαν από το αλκοόλ. Μάλιστα, ο Τζον Ροκφέλερ δώρισε 350.000 δολάρια στην "Ένωση κατά των Σαλούν" (Anti-Saloon League).


Ντιτρόιτ λίγες μέρες πριν τεθεί σε εφαρμογή η απαγόρευση


Η κοινή γνώμη άρχισε να αλλάζει διάθεση και ως το 1919 το 75% των πολιτειών είχε ευθυγραμμισθεί με τη 18η τροποποίηση του Συντάγματος, που απαγόρευσε την πώληση ή διακίνηση αλκοολούχων ποτών (16 Ιανουαρίου 1919). Ένας χρόνο αργότερα, στις 16 Ιανουαρίου του 1920, τέθηκε σε ισχύ με το νόμο Βόλστερντ -Volstead Act-. Ήταν η ληξιαρχική πράξη για την έναρξη της Ποτοαπαγόρευσης.




Η 18η τροποποίηση προέβλεπε ότι "Κανένας δεν δε θα παράγει , πωλεί, ανταλλάσσει, μεταφέρει, εισάγει, εξάγει, παραδίδει, εφοδιάζει ή κατέχει οποιοδήποτε υγρό προκαλεί μέθη, παρά μόνο υπό προϋποθέσεις της συγκεκριμένης διάταξης".


* Γιατί απέτυχε η 18η τροποποίηση του Συντάγματος

Οι πολίτες των Η.Π.Α ξύπνησαν το πρωί της Πρωτοχρονιάς του 1920 με μια νέα απαγόρευση. Μπορεί ο νόμος Βόλστερντ να ήταν αυτός που καθόριζε τους κανόνες επιβολής της απαγόρευσης, ωστόσο οι πολίτες συνέχισαν να πίνουν και μάλιστα σε μεγάλες ποσότητες.

Η ποτοαπαγόρευση αντί να μειώσει τον αλκοολισμό τον εκτόξευσε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Μάλιστα σύμφωνα με μετρήσεις των ασφαλιστικών εταιριών αυτή έφτασε το 300%.

















                            Κατάσχεση βαρελιών με αλκοόλ


Μέσα σε λίγους μήνες σαν μανιτάρια ξεφύτρωναν μαγαζιά που πουλούσαν παράνομα αλκοόλ. Μόνο στη Νέα Υόρκη αυτά έφταναν τα 30.000.

Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι συμμορίες, οι οποίες εξειδικεύτηκαν στις κλοπές, ληστείες και παράνομη παρασκευή αλκοόλ. Μπορεί η απαγόρευση να επιβράδυνε το λαθρεμπόριο αλκοόλ από τον Καναδά και άλλες τις άλλες χώρες ωστόσο η μαφία ανέλαβε δράση.











                                 Ακόμα και μέσα σε καράβια

Τα συνδικάτα του εγκλήματος, βλέποντας ότι η παρασκευή και η διακίνηση αλκοόλ είναι επικερδές άρχισαν τις μαζικές κλοπές αλκοόλ βιομηχανικής παραγωγής, που χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή βαφών, διαλυτών, καυσίμων και ιατρικών προμηθειών και το επαναδιύλιζαν προκειμένου να το κάνουν πόσιμο.

Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών εκλάπησαν περίπου 60 εκατομμύρια γαλόνια βιομηχανικής αλκοόλης για να ικανοποιηθούν οι πότες της χώρας.

Για να πωλούν την κλεμμένη βιομηχανική αλκοόλη, τα συνδικάτα λαθρεμπόρων απασχολούσαν χημικούς να επεξεργάζονται τα προϊόντα μετατρέποντας τα σε πόσιμα. Οι λαθρέμποροι πλήρωναν τους χημικούς τους, πολύ περισσότερα απ’ ότι η κυβέρνηση προκειμένου να διακριθούν στην εργασία τους. Το κλεμμένο και δισαπεσταγμένο αλκοόλ έγινε η κύρια πηγή ποτού στη χώρα.

Μεγάλες ήταν οι δημοσιονομικές απώλειες, καθώς η φορολόγηση του αλκοόλ έφερνε "ζεστό" χρήμα στα κρατικά ταμεία. Υπολογίστηκε ότι με την απαγόρευση το κράτος έχανε κάθε χρόνο 500 εκατομμύρια δολάρια από τη φορολογία του αλκοόλ.

Ο υπεύθυνος της ποτοαπαγόρευσης στη Νέα Υόρκη John A. Leach επιβλέπει αστυνομικούς της ομάδας του να ρίχνουν αλκοόλ στον υπόνομο.



* Οι αρνητικές επιπτώσεις

Η ποτοαπαγόρευση ήταν ένα κοινωνικό πείραμα που απέτυχε. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Peter McWilliams, γνωστό για τον αγώνα του υπέρ της αποποινικοποίησης της Μαριχουάνας, δώδεκα είναι οι αρνητικές επιπτώσεις της ποτοαπαγόρευσης.

1. Δημιούργησε έλλειψη σεβασμού προς τον νόμο

2. Έλλειψη σεβασμού προς τη θρησκεία

3. Δημιούργησε το οργανωμένο έγκλημα

4. Υπήρξε διαφθορά στις διαδικασίες επιβολής του νόμου και τους πολιτικούς

5. Υπερπληθυσμός στα σωφρονιστικά καταστήματα

6. Αύξηση των σωματικών βλαβών από τις μάχες μεταξύ μαφιόζων και αστυνομικών

7. Έβλαψε τους πολίτες οικονομικά, συναισθηματικά και ηθικά

8. Άλλαξε τις συνήθειες κατανάλωσης αλκοόλ

9.Το κάπνισμα έγινε συνήθεια

10. Εμπόδισε την αντιμετώπιση των προβλημάτων με το αλκοόλ .

11. Προκάλεσε "ανηθικότητα ".

12. Το μέτρο είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος του αλκοόλ



Αστυνομικοί αδειάζουν βαρέλια με μπύρα κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγώρευσης



* Το αδύναμο σημείο του νόμου


Οι ασφυκτικοί περιορισμοί του Βόλστερντ έδειχναν να καλύπτουν τα πάντα, ωστόσο δεν ήταν έτσι. Μπορεί η πώληση οινοπνευματωδών να ήταν γενικά παράνομη, αλλά η κατανάλωση οινοπνευματωδών επιτρεπόταν.

Λόγω του γεγονότος ότι η 18η Τροποποίηση δεν επηρέαζε στο ελάχιστο την ακόρεστη δίψα της Αμερικής, ήταν απλώς θέμα χρόνου να στηθεί η μεγαλύτερη παράνομη οικονομία στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Με την έλευση της ποτοαπαγόρευσης τον 20ου αιώνα, το δέλεαρ της παράνομης παραγωγής και διακίνησης ποτών έγινε σχεδόν ακατανίκητο: αστρονομικά κέρδη σε συνδυασμό με κυριολεκτικά ανύπαρκτο κίνδυνο αποτελούσαν ένα πανίσχυρο μείγμα.

Στοίχιζε μόλις 5 δολάρια η παραγωγή ενός βαρελιού μπύρας, το οποίο πουλιόταν στη λιανική έναντι 55 δολαρίων το λιγότερο.

Έτσι για παράδειγμα, ο Τζωρτζ Ρέμος, πανίσχυρος δικηγόρος- κατόπιν λαθρέμπορος- από το Οχάιο, κέρδισε 40 εκατομμύρια δολάρια μέσα σε τρία χρόνια, ένα συγκλονιστικό ποσό για την εποχή.

Το 1923 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση απασχολούσε μόνο 1500 πράκτορες για την επιβολή της ποτοαπαγορεύσης ολόκληρη τη χώρα. Στις σπάνιες περιπτώσεις που γινόταν μια σύλληψη, οι ομοσπονδιακοί επέβαλλαν το μάλλον ασήμαντο πρόστιμο των 1000 δολαρίων.

Υποαμειβόμενοι πράκτορες επιβολής της ποτοαπαγόρευσης και διψασμένοι στρατιώτες που επέστρεφαν από το Α' Παγκόσμιο Πόλεμο συνέβαλαν ώστε η κατανάλωση οινοπνευματωδών να παραμείνει η αγαπημένη ενασχόληση των Αμερικανών.


Αποστακτήρια ακόμα και μέσα σε σπίτια κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης



                              Κάσες με ρούμι στη θάλασσα


*Η Γιγάντωση Μαφίας


Το οργανωμένο έγκλημα έλαβε μεγάλη ώθηση από την απαγόρευση. Η Μαφία περιόρισε τη δραστηριότητά της στην πορνεία, τα τυχερά παιχνίδια και τους εκβιασμούς και στράφηκε στο λαθρεμπόριο αλκοόλ.

Στις αρχές του 20ου αιώνα η παραοικονομία αξιοποιούσε ήδη μια ανθούσα μαύρη αγορά όταν η συνταγματική τροποποίηση για απαγόρευση της μπύρας και του αλκοόλ άνοιξε έναν γρήγορο κι εύκολο δρόμο προς τον υπερβολικό πλουτισμό.

Αυτή η καταστροφική ομοσπονδιακή νομοθετική ρύθμιση, η οποία κυοφορούνταν για περισσότερο από έναν αιώνα, υπήρξε το τελευταίο οχυρό του πουριτανικού ονείρου για το θεοκρατικό πολιτικό σύστημα.

Ωστόσο, η παραφροσύνη μιας πανεθνικής απαγόρευσης του αλκοόλ είχε αλλόκοτη επίπτωση: αντί να κυβερνήσει η θέληση του θεού, πρόσφερε στις συμμορίες του Σικάγου τη βάση διείσδυσης στην οργανωτική δομή της Αμερικής.



Σικάγο: The Green Mill Lounge. Το αγαπημένο τζαζ κλάμπ του Αλ Καπόνε. Το στέκι παρείχε μια εξαιρετική κάλυψη για το λαθρεμπόριο ποτών. Υπήρχαν σήραγγες μέσω των οποίων μπορούσε να περάσει λαθραία ποτά σε διάφορα σημεία του Σικάγο


* Ποτοαπαγόρευση: Το πάρτι των μαφιόζων
Όταν πέρασε η τροποποίηση Βόλστεντ, οι παράγοντες του Σικάγου αντέδρασαν αμέσως: στις 30 Δεκεμβρίου, δυο εβδομάδες πριν η ποτοαπαγόρευση γίνει νόμος, ο διαβόητος γκάνγκστερ Ντιον Ο' Μπάνιον λήστεψε ένα φορτίο ουίσκι προβλέποντας τις υπερβολικές τιμές που θ' απέφερε στην τελευταία "υγρή" παραμονή Πρωτοχρονιάς.

Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, περίπου δεκαπέντε χιλιάδες γιατροί και 57000 φαρμακοποιοί υπέβαλαν αιτήσεις για άδειες "θεραπευτικών" οινοπνευματωδών.

Τον πρώτο χρόνο της ποτοαπαγόρευσης, οι πωλήσεις κρασιού για θρησκευτικούς σκοπούς αυξήθηκαν κα΄τα 800000 γαλόνια. Αυτό, σε συνδυασμό με το παράνομο εμπόριο, συνετέλεσε ώστε να εκλείψει η επίσημα εγκεκριμένη ποικιλία.

Μπύρα αξίας 30 εκ. δολαρίων πουλιόταν κάθε μήνα στο Σικάγο και ένα εκατομμύριο μοιραζόταν μεταξύ αστυνομικών, πολιτικών και ομοσπονδιακών πρακτόρων για να διασφαλιστεί η ανεμπόδιστη διακίνησή.

Στις 20 Μαΐου 1920, τέσσερις μήνες μετά την ψήφιση της τροποποίησης Βόλστεντ, ο Μεγάλος Τζιμ Κολοσίμο δολοφονήθηκε στον προθάλαμο του εστιατορίου του. Την θέση του ανέλαβε ο Τζόνυ Τόριο σε μια εποχή που ο υπόκοσμος της πόλης βρισκόταν σε χάος.

Αυτός επεκτάθηκε γρήγορα και με τη βοήθεια της οικογένειας Τζένα, υπέβαλαν αίτημα για μια από τις ελάχιστες κατ' εξαίρεση άδειες για παραγωγή βιομηχανικής αλκοόλης.

Τα αδέρφια Τζένα αφαιρούσαν το μεγαλύτερο μέρος της νόμιμης παραγόμενης αλκοόλης, τη χρωμάτιζαν με διάφορες τοξίνες, που ήταν γνωστό ότι προκαλούσαν παρενέργειες, και τη βάφτιζαν κονιάκ, ουίσκι... οτιδήποτε.

Εκείνη την εποχή η "φοβεροί Τζένα" πλήρωναν περισσότερους από τετρακόσιους αστυνομικούς για να συνοδεύουν τα φορτηγά τους που μετέφεραν οινοπνευματώδη.

Τα αποστακτήρια τους λειτουργούσαν σε απόσταση οικοδομικών τετραγώνων από τα αστυνομικά τμήματα, με βάρδιες και σε 24ωρη βάση.



Σικάγο: Blue Star Auto. Μια από τις πλέον κακόφημες περιοχές στην πόλη. Και αυτό ένα άλλο δημοφιλές στέκι του Αλ Καπόνε




              Φραγμένη δίοδος σήραγγας στο Cullerton Hotel

* Ο Αλ Καπόνε και το τέλος της ποτοαπαγόρευσης
Στο Σικάγο ο Αλ Καπόνε εκμεταλλευόμενος την ποτοαπαγόρευση κατάφερε να πολλαπλασιάσει τα κέρδη του και να αναδειχθεί σε έναν από τους ισχυρότερους κακοποιούς των ΗΠΑ. Γεννημένος το 1899, ο Αλφόνς Καπόνε ήταν ο τελευταίος κρίκος στην εγκληματική εξελικτική αλυσίδα που οδήγησε στην κυριαρχία της οργάνωσης.

Ως έφηβος στη Νέα Υόρκη, ο Αλ εντάχθηκε στη συμμορία της Τζέιμς Στρητ και ήλεγχε ένα μπαρ. Στη συνέχεια για ένα μικρό διάστημα μετακόμισε στη Βαλτιμόρη πριν καταλήξει οριστικά στο Σικάγο και αναδειχθεί σε αρχιμαφίοζος.

Το 1927 η περιουσία του υπολογιζόταν στα 100.000.000 δολάρια ελέγχοντας στοιχήματα, κλαμπ, οίκους ανοχής κ.α. Τα έξοδα λειτουργίας της επιχείρησής του ανέρχονταν σε 300.000 δολάρια τη βδομάδα, με τα οποία καλύπτονταν το μισθολόγιο των χιλίων ανδρών του και τα έξοδα για τις δωροδοκίες αξιωματούχων.

Σε μια περίοδο υψηλής ανεργίας (σ.σ Το μεγάλο Κραχ έγινε το 1929) η μαφιόζοι έγιναν λαϊκοί ήρωες, καθώς πρόσφεραν δουλειά σε πολλούς ανέργους.

Η αύξηση της εγκληματικότητας και της διαφθοράς κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης άλλαξε τη διάθεση της κοινής γνώμης.

Ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ το 1932 πήρε το ρίσκο να συμπεριλάβει στο πρόγραμμά του την άρση της ποτοαπαγόρευσης. Ένα χρόνο αργότερα, στις 5 Δεκεμβρίου του 1933, η Ποτοαπαγόρευση ήρθη στο μεγαλύτερο μέρος των ΗΠΑ, μετά την υιοθέτηση από το Κογκρέσο της 21ης Τροποποίησης του Συντάγματος. Το Μισισιπί ήταν η τελευταία πολιτεία που νομιμοποίησε και πάλι το αλκοόλ το 1966.


Η περίοδος από το 1920 έως το 1933 στις ΗΠΑ, όταν κηρύχθηκε παράνομη με συνταγματική πρόνοια η παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών.




Το κίνημα της ποτοαπαγόρευσης είχε ξεκινήσει στις αρχές του 19ου αιώνα και ήδη ως το 1850 αρκετές πολιτείες, κυρίως του νότου, είχαν ψηφίσει νόμους που περιόριζαν ή απαγόρευαν τη διάθεση αλκοολούχων ποτών. Η πρωτοβουλία ανήκε σε θρησκευτικές προτεσταντικές οργανώσεις, κυρίως του Μεθοδιστικού δόγματος.

Γρήγορα, σχηματίσθηκαν δύο πανίσχυρες ομάδες πίεσης, η «Ένωση κατά των Σαλούν» (Anti-Saloon League) και η «Ένωση Γυναικών για τη Χριστιανική Εγκράτεια» (Women's Christian Temperance Union). Μέλη των δύο αυτών οργανώσεων σχημάτισαν το Κόμμα της Απαγόρευσης (Prohibition Party), που πήρε μέρος στις προεδρικές εκλογές του 1872, αλλά συγκέντρωσε μόλις 5.608 ψήφους.

Το 1879 ο Τζον Σεντ Τζον εκλέχθηκε κυβερνήτης του Κάνσας και τέσσερα χρόνια αργότερα το Κάνσας έκανε η πρώτη πολιτεία στην Αμερική, που κήρυξε παράνομο το αλκοόλ. Το 1884 ο Σεντ Τζον έθεσε υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Αμερικής με τη σημαία του Κόμματος της Απαγόρευσης και έλαβε 150.369 ψήφους. Ο σπόρος της Ποτοαπαγόρευσης είχε ριφθεί.

Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου πολλοί Αμερικανοί θεωρούσαν μη πατριωτική πράξη τη χρησιμοποίηση δημητριακών για την παραγωγή αλκοολούχων ποτών και όχι τροφίμων.


 Πολλές ζυθοποιίες είχαν ιδιοκτήτες γερμανικής καταγωγής, γεγονός που επαύξησε τα αντιγερμανικά αντανακλαστικά των Αμερικανών.

 Επιφανείς εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου (Φορντ, Ροκφέλερ) δήλωναν ότι οι εργαζόμενοι θα ήταν πιο παραγωγικοί εάν απείχαν από το αλκοόλ. Μάλιστα, ο Τζον Ροκφέλερ δώρισε 350.000 δολάρια στην «Ένωση κατά των Σαλούν» (Anti-Saloon League).



Η κοινή γνώμη άρχισε να αλλάζει διάθεση και ως το 1919 το 75% των πολιτειών είχε ευθυγραμμισθεί με τη 18η τροποποίηση του Συντάγματος, που απαγόρευσε την πώληση ή διακίνηση αλκοολούχων ποτών (16 Ιανουαρίου 1919). Ένας χρόνο αργότερα, στις 16 Ιανουαρίου του 1920, τέθηκε σε ισχύ με το νόμο Βόλστιντ (Volstead Act). Ήταν η ληξιαρχική πράξη για την έναρξη της Ποτοαπαγόρευσης.

Δεν πέρασε μεγάλο διάστημα και η μαύρη αγορά άρχισε να ανθίζει, το έγκλημα να κινείται ανοδικά και οι οργανωμένες συμμορίες να ευημερούν και να κερδίζουν πολιτική επιρροή. Η αστυνόμευση ήταν δύσκολη υπόθεση, με αποτέλεσμα να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια τα παράνομα αποστακτήρια και μπαρ. Τα σημεία πώλησης έφθασαν τα 30.000, σχεδόν διπλάσια σε σχέση με την προ Ποτοαπαγόρευσης εποχή.

Η διαφθορά στους κόλπους της αστυνομίας κάλπαζε, καθώς οι πειρασμοί για τους γλίσχρα αμειβόμενους αστυνομικούς ήταν μεγάλοι. Ο Αλ Καπόνε κόμπαζε ότι είχε στο μισθολόγιό του τη μισή αστυνομία του Σικάγου. Πολλοί γιατροί θησαύριζαν συνταγογραφώντας ουίσκι για ιατρικούς λόγους, που ήταν νόμιμο και διατίθετο από τα φαρμακεία.

Οι παράνομοι διακινητές έγιναν λαϊκοί ήρωες, καθώς πρόσφεραν δουλειά σε περίοδο μεγάλης ανεργίας, όπως ήταν η εποχή της Μεγάλης Ύφεσης («Κραχ»). Μεγάλες ήταν οι δημοσιονομικές απώλειες, καθώς η φορολόγηση του αλκοόλ έφερνε «ζεστό» χρήμα στα κρατικά ταμεία. Υπολογίστηκε ότι το κράτος έχανε κάθε χρόνο 500 εκατομμύρια δολάρια από τη φορολογία του αλκοόλ.

Στα θετικά της Ποτοαπαγόρευσης ήταν η δραστική μείωση των θανάτων από ασθένειες σχετιζόμενες με το αλκοόλ, όπως και η πτώση της συναφούς εγκληματικότητας. Όμως, επτά χρόνια μετά την επιβολή της ποτοαπαγόρευσης οι θάνατοι άρχισαν να αυξάνονται, ενώ τα ποτά-μπόμπες συνέβαλαν στη σημαντική άνοδο των τυφλώσεων και των παραλύσεων.

Η αύξηση της εγκληματικότητας και της διαφθοράς άλλαξε τη διάθεση της κοινής γνώμης. Στις προεδρικές εκλογές του 1932 ο δημοκρατικός υποψήφιος Φραγκλίνος Ρούσβελτ, λάτρης του μαρτίνι, συμπεριέλαβε στο πρόγραμμά του την άρση της ποτοαπαγόρευσης. 

Ένα χρόνο αργότερα, στις 5 Δεκεμβρίου του 1933, η Ποτοαπαγόρευση ήρθη στο μεγαλύτερο μέρος των ΗΠΑ, μετά την υιοθέτηση από το Κογκρέσο της 21ης Τροποποίησης του Συντάγματος. Το Μισισιπί ήταν η τελευταία πολιτεία που νομιμοποίησε και πάλι το αλκοόλ το 1966.

1 σχόλιο:

  1. Χύθηκε αίμα για το δικαίωμά μας στην ελευθερία �� ας μην το καταχραστούμε.
    Πολλά μπράβο

    ΑπάντησηΔιαγραφή