Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ποντίων: Μαρτυρίες που κόβουν την ανάσα από τη δεύτερη μεγάλη γενοκτονία του 20ού αιώνα (ΒΙΝΤΕΟ)




Σαν σήμερα ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα και αρχίζει τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας των Ποντίων. Θεωρείται μια από τις πρώτες σύγχρονες γενοκτονίες.



Η γενοκτονία ήταν ένα προμελετημένο έγκλημα, το οποίο η κυβέρνηση των Νεότουρκων έφερε σε πέρας με συστηματικότητα. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε ήταν ο ξεριζωμός, η εξάντληση στις κακουχίες, τα βασανιστήρια, η πείνα και η δίψα, και τα στρατόπεδα θανάτου στην έρημο.






Η διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών βρίθουν μαρτυριών για το ειδεχθές έγκλημα, που διαπράχθηκε εναντίον του ελληνικού λαού.

Η Γενοκτονία των Ελλήνων πραγματοποιήθηκε παράλληλα με γενοκτονίες σε βάρος και άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλ. των Αρμενίων και των Ασσυρίων.

Κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994, και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο».



Η ιστορία μίας επιζήσασας του μεγάλου ποντιακού ξεριζωμού



Η Παναΐλα (Παναγιώτα) Παπαδοπούλου, ήταν στους επιζήσαντες του μεγάλου ποντιακού ξεριζωμού. Εγκαταστάθηκε στο χωριό Μονολίθι του νομού Κιλκίς το 1922, με συγχωριανούς από την Πάφρα και κοντοχωριανούς από το Αλατσάμ. Ανήκε στους λεγόμενους «τουρκόφωνους» Ποντίους του δυτικού Πόντου – ανθρώπους που η βία των ντερεμπέηδων και των αγάδων οδήγησε στην απώλεια της ελληνικής λαλιάς, μα όχι και της ρωμέικης συνείδησης. Στην βία αυτή, ο δυτικός ο Πόντος είχε αντιδράσει με αντάρτικο, δεκαετίες πριν τον ξεριζωμό. Από πατέρα σε γιο πέρναγε το μήνυμα:

«Bιz yunanli iz – Είμαστε Έλληνες.
Bιz rum iz – είμαστε Ρωμιοί».


Προς το τέλος της ζωής της, τη δεκαετία του ’80, η Παναγιώτα διαμαρτυρόταν για συχνούς πονοκεφάλους. Τα ενοχλήματα επιδεινώνονταν σε ένταση και συχνότητα.





Ο ακτινολογικός έλεγχος εντόπισε ένα σκιερό μόρφωμα κάτω απ’ το ινιακό οστούν. Θα μπορούσε να είναι και σφαίρα από πυροβόλο. Ο οικογενειακός γιατρός, επισκέφθηκε την Παναγιώτα με την ακτινογραφία ανά χείρας. Στην ερώτηση πώς εξηγείται το εύρημα της ακτινολογικής εξέτασης, η Παναγιώτα πήρε στα χέρια με συγκίνηση την Αγία Γραφή του ιερέα παππού της – βιβλίο γραμμένο στην τουρκική γλώσσα, αλλά με ελληνικούς τους χαρακτήρες – και ανέσυρε με ευλάβεια τις μνήμες των παιδικών της χρόνων.
«Η μάνα μου η Σαββάτου, είχε μείνει με τις τέσσερις θυγατέρες της – την Κυριακή, την Ευλαμπία, την Ευανθία και μένα. Γνώριζα για τους Τσέτες, τους ληστοσυμμορίτες. Μιλούσαν οι μεγαλύτεροι κι εγώ κρυφάκουγα. Άκουσα τη μάνα να παρακαλεί μια γειτόνισσα Τουρκάλα φίλη να με προστατέψει για λίγες μέρες εωσότου απομακρυνθεί ο κίνδυνος. Το ίδιο είχαν κάνει κι άλλοι Τούρκοι γείτονες για τα παιδιά.

Της είπε πως ήμουνα μικρή και αδύνατη και πως δεν θ’ άντεχα τις κακουχίες. Οι υπόλοιποι θα παίρναν τα βουνά με τους χωριανούς. Ήδη είχαν προετοιμαστεί με ό,τι μπορούσε και είχε τη δυνατότητα να κουβαλήσει ο καθένας. Εγώ κρύφτηκα στον αχυρώνα της Τουρκάλας γειτόνισσας. Αντιλήφθηκα ότι με έψαχνε. Ήταν σούρουπο, να νυχτώσει, όταν έξω από το χωριό Γκιόλμπελεν της περιοχής Γεραλντί στην Πάφρα, ακούστηκαν πυροβολισμοί.






Αντάρτες του χωριού ακροβολισμένοι, έριχναν βολές για να καθυστερήσουν τους Τσέτες. Σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων περίπου, ξεκίναγαν οι πρόποδες των βουνών. Άδειασε το χωριό κι οι αντάρτες ακολούθησαν. Οι Τσέτες βρίσκονταν παντού. Τα ελληνικά σπίτια γίνονταν φύλλο και φτερό. Τα σπίτια των μουσουλμάνων μέναν άθικτα – το ίδιο κι ο αχυρώνας. Εκείνος με προστάτεψε. Έτρεμα από το φόβο και το κρύο.

Όταν δεν ακουγόταν πια, ούτε ο ήχος του αγέρα, πήρα τη μεγάλη απόφαση να ενωθώ με τους δικούς μας. Τα μονοπάτια γνώριμα – μαζεύαμε φουντούκια στα μέρη εκείνα. Ξεγλιστρώντας μέσα στο σκοτάδι, έτρεχα. Κροκάλες και βατόμουρα γεμάτος ο τόπος. Το πρόσωπο, τα πόδια, τα χέρια, μέσα στα αίματα. Τους πρόλαβα ανηφορίζοντας τους πρόποδες του βουνού.







Οι Τσέτες δεν ήταν ευχαριστημένοι από τη λεία τους μετά απ’ την άλωση των σπιτιών μας. Θέλαν χρυσάφι, αίμα για να χορτάσουν την ακόρεστη λύσσα τους. Ήθελαν σάρκες νεαρών κοριτσιών. Νέοι πυροβολισμοί και συγχρόνως η προσταγή από τους συνοδούς αντάρτες: «Γρήγορα στο βουνό!». Είχαν το λημέρι τους προστατευμένο. Η Κυριακή κι η Ευλαμπία 4–5 βήματα μπροστά, εμείς πιο πίσω, στη μέση εγώ, η Ευανθία δεξιά μου και η μάνα Σαββατού αριστερά κρατώντας το χέρι μου.

Αισθάνθηκα ένα χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου και μούδιασμα στο βραχίονα του αριστερού χεριού απ’ όπου άρχισαν να τρέχουν αίματα. Η μάνα έβγαλε τη μαντήλα της και περιτύλιξε πιεστικά το σημείο του τραύματος στο χέρι. Για το χτύπημα στο κεφάλι ούτε λόγος.

«Βιάσου! Βιάσου!». Δεν έπεσα, δεν ζαλίστηκα. Φοβόμουν. Οι Τσέτες, αυτές οι ύαινες θα μας πιάσουν, θα μας βιάσουν και θα μας κόψουν τα κεφάλια! Ο φόβος αυτός είχε αντικαταστήσει οποιονδήποτε πόνο. Πλησιάζοντας το λημέρι, πυροβολισμοί των ανταρτών κράτησαν σε απόσταση τους Τσέτες και αναχαίτισαν το μακάβριο κυνηγητό τους.

Σ’ ένα μικρό ξέφωτο του δάσους ξαποστάσαμε, κουλουριασμένες στην αγκαλιά της μάνας Σαββατούς. Πιότερος πόνος στο κεφάλι τώρα. Έβαλα τα δάχτυλά μου και ήταν λουσμένα στο πηχτό αίμα».





Πλούσια, καστανόξανθα μαλλιά, άπλυτα, αχτένιστα, ρίχνονταν στη μέση. Ανήσυχη η μάνα διαχώρισε την πυκνότητα των μαλλιών και αντίκρισε το σημείο του τραύματος. Πλύσιμο με νερό απ’ την κοντινή πηγή, λίγα μασημένα φυλλαράκια της γύρω χλόης και λίγο ταμπάκο (καπνός ξερός ψιλοκομμένος), λειτούργησαν ως αιμοστατικός και πιεστικός μηχανισμός στα δύο τραύματα. Γύρω απ’ το τραύμα, αναπτύχθηκε ουλώδης ιστός.
Δεν τρώθηκε ζωτικό όργανο του εγκεφάλου. Τυχερή η Παναγιώτα και στο τραύμα του χεριού. Υποδερμικό και διαμπερές, χωρίς ν’ αγγίξει οστό, αρτηρία, φλέβα ή νεύρο.

«Μέρες και νύχτες στο χιόνι και το κρύο, πεινασμένοι, κυνηγημένοι, ίδια αγρίμια με προστάτες τους αντάρτες μας. Δύο χρόνια περίπου. Επιτέλους καταγραφήκαμε ως ανταλλάξιμοι στους καταλόγους. Παραδώσαμε τα όπλα, αλλά οι συμφωνίες με τις τουρκικές αρχές δεν τηρούνταν…».

Το χωριό προχωρούσε σαν καραβάνι προς δυσμάς ώστε να φτάσει στα παράλια, συνοδευόμενο απ’ τους Τσέτες που τώρα είχαν αναλάβει καθήκοντα χωροφυλάκων.




«Πνιγμένοι στη σκόνη, στεγνά τα χείλη. Η Ευλαμπία ξαφνικά απομακρύνθηκε, ακούστηκε η προσταγή «τουρ–τουρ! Σταμάτα!». Τρομαγμένη έτρεξε να προφυλαχτεί πίσω από μία συστάδα θάμνων. Την πρόλαβαν δυο Τσέτες. Από τους υποκόπανους των όπλων τους βρέθηκε στο χώμα λιπόθυμη. Τη βίασαν. Ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί. Τη δολοφόνησαν εν ψυχρώ. Ακίνητο το καραβάνι.

Οι άλλοι ληστές είχαν παρατεταμένα τα όπλα. Έτσι τηρούσαν τις συμφωνίες οι Τσέτες. Είπαν πως ήταν για παραδειγματισμό. Συγκεντρώθηκε μπαχτσίσι από τους συγχωριανούς για να δοθεί άδεια για την ταφή της Ευλαμπίας στο σημείο της δολοφονίας. Ήταν 13 ετών…

Επιτέλους φτάσαμε στις ακτές της Μ. Ασίας. Δεν είχαμε κάρο. Με χίλιες δυσκολίες βρέθηκε μεταγωγικό μικρό βαπόρι για να περάσουμε στις ακτές της Ανατολικής Θράκης. Είχαμε επιβιβαστεί στο μεταγωγικό. Για μια στιγμή η Κυριακή εξαφανίστηκε. Δεν τη βλέπαμε. Φωνάξαμε όλες μας δυνατά και πιο δυνατά το όνομά της. Το μεταγωγικό είχε ήδη αναχωρήσει. Είχαμε την ελπίδα ότι θα συναντηθούμε στις ακτές της Θράκης. Οι ελπίδες μας διαψεύσθηκαν. Έτσι χάσαμε την Κυριακή Παπαδοπούλου, τη μεγαλύτερη αδερφή μας. Ήτανε 15 ετών».

Αυτή ήταν η διήγηση της Παναγιώτας Παπαδοπούλου. Για την εύρεση της αδελφής της, Κυριακής, επιχειρήθηκαν αναζητήσεις μέσω του Ερυθρού Σταυρού, απ’ το ’50 ως το ’80, αλλά δεν τελεσφόρησαν. Ο πατέρας τους, Σάββας Παπαδόπουλος, στάλθηκε στα τάγματα εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού) στην περιοχή του Άκτσαλε και έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του. Ο παππούς της, ο ιερέας “παπασήν Σάββα”, όπως τον αποκαλούσαν στην περιοχή, απαγχονίστηκε από τους ληστές του Τοπάλ Οσμάν.

Η αναφορά στα τραγικά συμβάντα της ζωής των Ελλήνων του Πόντου και εν γένει της Μ. Ασίας της περιόδου 1900 – 1924, δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους πάσης προέλευσης πατριδοκάπηλους εθνοσωτήρες. Ο Θεός στις εγκληματικές ενέργειες των δημιουργημάτων του, απανταχού της γης, δε συμμετέχει. Υπάρχουν όμως λέξεις για να αποδώσουν γεγονότα σαν αυτά;





Ο υπογράφων είναι εγγονός της Παναγιώτας και του Ανέστη Αλεξανδρίδη. Η ζωή τα έφερε να είναι και ο θεράπων ιατρός της.

Η μητέρα του η Ευλαμπία, φέρει το όνομα της δολοφονημένης θείας της. Η Αγία Γραφή του προπάππου “παπασήν Σάββα” κοσμεί τη βιβλιοθήκη της οικογένειάς του, με διαφυλαγμένη αναλλοίωτη την ιστορική μνήμη και την ελληνική συνείδηση.


Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ποντίων: Μαρτυρίες που κόβουν την ανάσα από τη δεύτερη μεγάλη γενοκτονία του 20ού αιώνα

Έχει αναγνωριστεί ως γενοκτονία από χώρες από όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και πολιτείες των ΗΠΑ, καθώς και από τη Διεθνή Ένωση Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών. Ωστόσο, η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου πάντα θα αποτελεί λόγο «ενόχλησης» και «προσβολής» για τη «σύμμαχο και γείτονα» Τουρκία, ο ιδρυτής του κράτους της οποίας, Μουσταφά Κεμάλ, ήταν ο «αρχιτέκτονας» της δεύτερης μεγάλης γενοκτονίας του 20ού αιώνα, η οποία εκτιμάται ότι κόστισε τη ζωή σε περίπου 213.000 και 368.000 Έλληνες του Πόντου (άλλες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για μέχρι και 382.000 νεκρούς). Όσοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν, κατέφυγαν στην Ελλάδα και τη Ρωσία, σηματοδοτώντας το τέλος ενός κομματιού της ελληνικής ιστορίας διάρκειας χιλιάδων ετών, με «θέατρο» τον Εύξεινο Πόντο.

Η Γενοκτονία των Ποντίων, που βρέθηκε πρόσφατα στο επίκεντρο έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, μετά τις γνωστές τοποθετήσεις του υπουργού Παιδείας, Νίκου Φίλη (οι οποίες έγιναν παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει αναγνωρίσει επίσημα τη Γενοκτονία από το 1994 και καθιερώσει ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο τη 19η Μαΐου), όπως προαναφέρθηκε, έχει αναγνωριστεί και από την IAGS (International Association of Genocide Scholars) από το 2007. Οι Πόντιοι, οι Έλληνες που ζούσαν στα νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου, ζούσαν στην περιοχή από την αρχαιότητα, και το 1914- κατά την έναρξη των διώξεων- υπολογίζονταν στους 450.000 στον Μικρασιατικό Πόντο και σε 400.000 στη Ρωσική Αυτοκρατορία, αποτελώντας, μαζί με τους Έλληνες της Ανατολής (που περιελάμβαναν και τους Έλληνες της Πόλης) το σύνολο των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι σφαγές και οι εκτοπισμοί, που διήρκεσαν ως το 1923, εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο του προμελετημένου από τους Νεότουρκους εγκλήματος της Γενοκτονίας του Ελληνισμού της ανατολής.

Διαβάστε: Οκτώ ερωτήσεις και απαντήσεις για τη Γενοκτονία των Οθωμανών Ελλήνων

Σειρά συγκλονιστικών μαρτυριών από τη γενοκτονία, όπως φτάνουν στις ημέρες μας μέσω διηγήσεων και κειμένων, δημοσιεύει το PontosNews, σε εκτενές αφιέρωμα όπου μεταφέρονται βιώματα που κόβουν την ανάσα- βιώματα τα οποία σηματοδοτούν το τέλος μιας ιστορίας χιλιετιών. Ακολουθούν, μεταξύ άλλων, κάποιες από αυτές.

«Πολλά είδαμε και πολλά περάσαμε. Έβλεπες τους ανθρώπους να τρώνε ψοφίμια, πολλές φορές μάλιστα εγένοντο ομηρικαί μάχαι δια να κόψη κανείς ένα κομμάτι, ακόμα και από αυτά που έκειντο μέσα στον δρόμο» . (Από το χειρόγραφο του Κωνσταντίνου Ιορδανίδη «Η εξορία των χωριών Τρουψί και Μπάτσανα» (Αθήνα 1966). Πηγή: Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης (επιμ.), Η Έξοδος, τόμ. Γ΄, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 2013, σ. 577 via Pontosnews)

H διήγηση του Χαράλαμπου Κρυλλίδη, από ένα χωριό στη Σεβάστεια το οποίο πλέον δεν υπάρχει.



«Κατεδικάσθην αθώος ων εις θάνατον, ήτο θέλημα Θεού, διά τούτο και εγώ δεν λυπούμαι, και σεις μη λυπηθήτε. Έχω πίστιν, ότι θα συναντηθούμε εις την άλλην ζωήν. Σας στέλλω τον χαιρετισμό και την αγάπη μου. Εν όσω ζείτε να με μνημονεύετε» . (Του Αντωνίου Τζινόγλου, Διευθυντού του εν Αμισώ Γραφείου Προσφύγων – Φυλακές Αμάσειας, Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 1921- via Pontosnews)

«Είμασταν περισσότερες από 100 γυναίκες και είχαμε 8-10 παιδιά, ηλικίας 2 έως 7 χρονών και αποφασίσαμε να τα πνίξουμε μην τυχόν και κλάψει κάποιο ή μιλήσει, και όταν οι Τούρκοι θα ήταν κοντά μας θα ανακάλυπταν την κρυψώνα μας και θα μας συλλάμβαναν. Τότε η καθεμία από εμάς πήρε το παιδί της άλλης και το έπνιξε, σφίγγοντας το λαιμό του και αφήνοντας το νερό του καταρράκτη να μπει μέσα στο στόμα του. Κάποιο κοριτσάκι 6-7 χρονών όταν είδε το τι γινότανε, μας παρακάλεσε να μην της βγάλουμε από το λαιμό κάτι χαϊμαλιά που είχε και μας είπε στα τούρκικα "πενί ποορκενέ τσιτσιλεριμί τσικάρτμαγιν", δηλαδή όταν με πνίγετε να μη βγάλετε από το λαιμό μου τα χαϊμαλιά…». (Βαρβάρα Σαλτσίδου από το Κόλοου Έρπαας, γεννημένη το 1902 , καταγραφή: Μάρτιος 1966, via Pontosnews)

Zωντανές Μαρτυρίες μνήμης





Ανδρονικίδης Κώστας – μαρτυρίες στην εκπομπή «Διασπορά» της
ΕΤ3




Συγκλονιστικές μαρτυρίες



«Μας πήραν όλους σε μια πορεία θανάτου. Πολλοί, οι γεροντότεροι, δεν άντεξαν. Τον θείο της μητέρας μου, τον παπα-Κυριάκο, τον διέταξαν οι Τούρκοι στρατιώτες να φύγει. Εκείνος λειτουργούσε. Ζήτησε να αποχωρήσει μόλις θα τέλειωνε η εκκλησία. Οι Τούρκοι απείλησαν να κλειδώσουν τις πόρτες και να τους κάψουν ζωντανούς. Τελικά τους έκαψαν μέσα στην εκκλησία. Τι τα θυμάμαι;...» (Αθανασία Ιγνατιάδου, από χωριό της Κερασούντας- αφήγηση από τον πρώτο διωγμό, το 1910- από την έκδοση Α΄ ποντιακή εβδομάδα στην Αυστραλία, 18-28 Αυγούστου 1989, της Κεντρικής Ένωσης Ποντίων «Η Ποντιακή Εστία», via Pontosnews)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου