Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019

1400 τα εγκαταλελειμμένα κτίρια μόνο στην πρωτεύουσα Αθήνα




Οι καταρρεύσεις δύο εγκαταλελειμμένων κτιρίων τις προηγούμενες ημέρες, έφεραν στο προσκήνιο το θέμα των κτισμάτων που έχουν αφεθεί στη μοίρα τους σε όλη την Ελλάδα και πλέον αποτελούν κίνδυνο - θάνατο για τις πόλεις. 


Γιατί εγκαταλείπονται τα κτίρια, πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το ζήτημα και γιατί οι αρμόδιες υπηρεσίες πρέπει να δράσουν άμεσα;


Στις 28 Μαρτίου, η Κική Πετρουλάκη, ψυχολόγος στο επάγγελμα, θα πρέπει να ταξιδέψει στον τόπο καταγωγής της, το Ρέθυμνο. 

Εκεί εκδικάζεται η έφεση κατά της απόφασης για φυλάκιση τριών μηνών με αναστολή, στην οποία έχει καταδικαστεί πρωτόδικα. 

Η ποινή της επιβλήθηκε επειδή δεν αναπαλαίωσε το σπίτι που κληρονόμησε στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου.Χρονολογείται από τον 17ο αιώνα και έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο. 

Το 2014, περίοικοι έκαναν αναφορά στην Πολεοδομία για την κατάσταση του κτιρίου, λέγοντας πως ένα τμήμα της οροφής έχει καταρρεύσει. 

Μετά από αυτοψία, ζητήθηκε από την ιδιοκτήτρια να επισκευάσει τη στέγη και την είσοδο, να αφαιρεθούν τα κεραμίδια που κινδύνευαν να τραυματίσουν περαστικούς και να ολοκληρώσει μια σειρά από άλλες εργασίες.



Η ίδια ανέλαβε το κόστος, το οποίο ανήλθε σε περισσότερα από 5.000 ευρώ, ωστόσο ακολούθησε δεύτερη έκθεση από αρμόδια επιτροπή πολιτικών μηχανικών. 

Εκεί κρινόταν απαραίτητο να γίνει ξύσιμο όλων των τοίχων και να εκπονηθούν μελέτες για την αναπαλαίωση του κτιρίου, ζητώντας από την κα. Πετρουλάκη να αναλάβει εξ ολοκλήρου το κόστος, το οποίο ανερχόταν πλέον σε 30.000 ευρώ. 

Φυσικά όλα αυτά υπό την επίβλεψη της Εφορίας Αρχαιοτήτων, η οποία σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να παρακολουθεί τις εργασίες.

Μην έχοντας την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέλθει, η ιδιοκτήτρια δεν εκπόνησε τις μελέτες, με αποτέλεσμα να δεχθεί κλήση για απολογία στο δικαστήριο, όπου και καταδικάστηκε σε τρίμηνη φυλάκιση με αναστολή για αμέλεια και κίνδυνο πρόκλησης ατυχήματος.



Ήδη από το 2003, η Κική Πετρουλάκη είχε απευθυνθεί στην Πολεοδομία αλλά και στο υπουργείο Πολιτισμού, ενημερώνοντας πως έχει στην κατοχή της ένα διατηρητέο κτίριο. 

«Τους είχα πει πως δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να το φτιάξω. Πρότεινα μέχρι και να το αναστηλώσουν με δικά τους έξοδα και να το μετατρέψουν σε επισκέψιμο μνημείο για ορισμένες ημέρες της εβδομάδας» 

Λέει στο News24/7 επισημαίνοντας πως στο παρελθόν είχε οδηγηθεί ξανά στα δικαστήρια για τον ίδιο λόγο, έχοντας ωστόσο αθωωθεί. 

Πλέον, μην έχοντας άλλη επιλογή, εξετάζει το ενδεχόμενο να το πουλήσει. 

«Είναι το πατρικό του πατέρα μου και για συναισθηματικούς λόγους δεν το πούλησα. Πλέον σκέφτομαι ότι θα το κάνω, γιατί δε γίνεται κάθε δέκα χρόνια να πηγαίνω στο δικαστήριο» εξηγεί.

Εγκαταλελειμμένα και διατηρητέα σε όλη τη χώρα
  
Οι πρόσφατες καταρρεύσεις κτιρίων σε Γκάζι και Πνύκα, έφεραν ξανά στο προσκήνιο το θέμα των παλαιών κτισμάτων. 

Τα διατηρητέα, όπως αυτό της Κικής Πετρουλάκη, είναι η μια κατηγορία ακινήτων που μπορεί να εγκαταλειφθούν και να καταστούν δυνητικά επικίνδυνα. 

Το κόστος συντήρησής τους είναι υψηλό και –ειδικά όταν πρόκειται για μικρές ιδιοκτησίες- δεν επιδοτείται. 

Παράλληλα όμως, χιλιάδες κτίρια σε όλη τη χώρα έχουν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους από τους ιδιοκτήτες τους και αρκετά από αυτά αποτελούν πλέον κίνδυνο για την ασφάλεια γειτόνων και περαστικών.



Σύμφωνα με τον Γιώργο Σεκάρα, μέλος του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών Ελλάδας: 

«Για να γίνει αντιληπτό το απαρχαιωμένο πλαίσιο, πρέπει να αναφερθεί πως η νομοθεσία που διέπει τις επικίνδυνες οικοδομές είναι το Προεδρικό διάταγμα της 13ης Απριλίου του 1929. 

Το σημαντικό πρόβλημα, είναι πως κατά 70-80%, αυτές οι κατασκευές έχουν δημιουργηθεί προ του ισχύοντος πλαισίου για την αντισεισμικότητα. 

Αυτή τη στιγμή οι νέες κατασκευές, ελέγχονται για σεισμούς με ισχύ περίπου 9 φορές μεγαλύτερη από την ισχύ για την οποία ελέγχονταν τα κτίρια που χτίζονταν με βάση τον προηγούμενο κανονισμό, αυτόν του 1959. 

Ακόμη, πολλά από αυτά τα κτίρια είχαν κατασκευαστεί χωρίς καν μελέτη, συνεπώς τα επόμενα χρόνια αναμένεται να αυξηθεί πολύ το πλήθος των επικινδύνων».

Το προσεχές δίμηνο, στην Αθήνα, έχουν προγραμματιστεί δεκατρείς κατεδαφίσεις κτιρίων, όπως λέει στο News 24/7 ο Γιώργος Αποστολόπουλος, Αντιδήμαρχος Αστικής υποδομής του Δήμου. 

Πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες έχουν ειδοποιηθεί οι ιδιοκτήτες από την πολεοδομική υπηρεσία, δεν έχουν ανταποκριθεί και πλέον, αφού έχει ακολουθηθεί η νομική οδός, τα κτίσματα θα κατεδαφιστούν καθώς έχουν καταστεί επικίνδυνα. 

Η καταγραφή, από αναφορές και καταγγελίες που έχουν φτάσει στο δημαρχείο, δείχνει πως στην Αθήνα τα κτίρια που έχουν εγκαταλειφθεί –χωρίς απαραίτητα να είναι επικίνδυνα- φτάνουν τα 1400. Από αυτά, τα 600 είναι διατηρητέα.



Ελλιπής καταγραφή

Το ερώτημα που γεννάται, είναι το ποιος είναι ο αριθμός των εγκαταλελειμμένων κτιρίων συνολικά στη χώρα. Εδώ η απάντηση είναι ασαφής. 

Συντονισμένη προσπάθεια καταγραφής δεν έχει γίνει, με αποτέλεσμα, ο αριθμός που δίνει ο δήμος της Αθήνας, να αφορά τα κτίρια τα οποία έχουν αναφερθεί, κυρίως από πολίτες και από καταγραφή του 2013. 

Όπως λέει ο Γιώργος Αποστολόπουλος, 

«Υπεύθυνος για κάθε σπίτι είναι ο ιδιοκτήτης του. Αν δεν γίνει καταγγελία, ο δήμος δεν μπορεί να γνωρίζει ποιο κτίσμα είναι ετοιμόρροπο. Δεν υπάρχει μια αόρατη δύναμη να βοηθήσει». 

Ο Γιώργος Σεκάρας, υπογραμμίζει πως υπάρχει το νομικό πλαίσιο να ανατεθούν οι μελέτες σε ιδιώτες μηχανικούς. 

«Η δημόσια διοίκηση δεν θα μπορούσε να επιληφθεί μιας τέτοιας καταγραφής. Ο νόμος έχει ένα εργαλείο. Μπορούν με διαγωνισμό να αναλάβουν ιδιώτες μηχανικοί να κάνουν την καταγραφή και να εκπονήσουν και μελέτες για τη συντήρηση».

Η ελλιπής καταγραφή βέβαια, αποκαλύπτεται και από το γεγονός πως δεν υφίσταται ολοκληρωμένο μητρώο ούτε για τα διατηρητέα κτίρια. 

Σε έγγραφα αιτήματα που έχει κάνει στο παρελθόν, ο Νίκος Χαρκιολάκης, πρόεδρος του Συλλόγου Ιδιοκτητών Διατηρητέων κτιρίων και Μνημείων, ζητώντας να ενημερωθεί για το μητρώο, είχε λάβει ασαφείς απαντήσεις. 

Συγκεκριμένα, το υπουργείο Περιβάλλοντος, το οποίο προχωρά σε χαρακτηρισμούς κτιρίων, είχε απαντήσει προφορικά πως έχει καταγράψει περίπου 11.500 διατηρητέα, ενώ το υπουργείο Πολιτισμού, που επίσης προχωρά σε χαρακτηρισμούς, είχε απαντήσει προφορικά πως έχει καταγράψει 8.500. 

«Μετά μου είπαν πως και το υπουργείο Μακεδονίας Θράκης κάνει χαρακτηρισμούς στη Θεσσαλονίκη αλλά και το υπουργείο Αιγαίου στα νησιά. Έτσι δεν πήραμε ποτέ επίσημη απάντηση για το σύνολο».

Ανάγκη για ολιστική αντιμετώπιση

Μετά την κατάρρευση και του κτιρίου στην Πνύκα, την Τρίτη 12 Φεβρουαρίου, ο Δήμος Αθηναίων εξέδωσε δελτίο Τύπου, στο οποίο ανέφερε πως το 2013 είχε καταγράψει τα εγκαταλελειμμένα κτίρια και είχε προχωρήσει σε κατάθεση ολοκληρωμένου σχεδίου για την αξιοποίησή τους. 

Για τον λόγο αυτό, συστάθηκε τότε ομάδα εργασίας μεταξύ υπουργείου Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και του δήμου Αθηναίων και ετοιμάστηκε νομοσχέδιο το οποίο «ήταν ώριμο να εισαχθεί στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή της Βουλής, αφού είχαν ενσωματωθεί οι παρατηρήσεις όλων των συναρμόδιων υπουργείων». 

Μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 «συγκροτήθηκε εκ νέου ανεπίσημη ομάδα εργασίας μεταξύ υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του δήμου Αθηναίων, με τη συμμετοχή και άλλων φορέων, που τον Ιούλιο του 2017 αποφασίστηκε να εκπονήσει δική της πρόταση, χωρίς πάντως έκτοτε να επανέλθει στο ζήτημα».



Στην εκπόνηση του σχεδίου που είχε γίνει με την χορηγία του ιδρύματος Ωνάση, είχε συμμετάσχει το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και μεταξύ άλλων ο επίκουρος καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής, Νίκος Τριανταφυλλόπουλος. 

Μιλώντας στο News 24/7 εξηγεί: «Στόχος ήταν να παρέμβουμε, με ενεργοποίηση του ιδιωτικού τομέα, στα εγκαταλελειμμένα, κενά και αγνώστου ιδιοκτησίας κτίρια, λύνοντας θέματα όπως αυτά τις πολύ-ιδιοκτησίας αλλά και το θέμα της χρηματοδότησης για την ανακατασκευή τους. 

Η χρηματοδότηση θα ερχόταν μέσω Συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) με χρήση ιδιωτικών πόρων αλλά και χρημάτων από το ΕΣΠΑ και το πακέτο Γιούνκερ. Βασικό σημείο ήταν η επανάχρηση των κτιρίων».

Στην πρόταση εκείνη, που μετά τις εκλογές απορρίφθηκε τελικώς από την σημερινή κυβέρνηση, είχαν εκφραστεί σοβαρές αντιδράσεις και από τον Σύλλογο Ιδιοκτητών Διατηρητέων κτιρίων και Μνημείων, καθώς, σύμφωνα με τον πρόεδρό του:

«Προέβλεπε να περνούν τα διατηρητέα στη διαχείριση του Δήμου και να μας επιστρέφονται μετά από χρόνια. Όταν δηλαδή, κατά την άποψή μας, θα ήταν πια ερείπια». 

Η πρόταση του Συλλόγου, που έχουν κατατεθεί στο υπουργείο Περιβάλλοντος, να δίνονται επιχορηγήσεις για την ανακατασκευή, να παρέχονται κίνητρα και να καταργηθούν τα αντικίνητρα για τους ιδιοκτήτες διατηρητέων. 

«Δεν θέλουμε επιδότηση στον ιδιοκτήτη. Ας επιδοτηθούν κατευθείαν οι εργασίες. Να δοθούν τα χρήματα απευθείας στους εργολάβους. Εμείς προτείνουμε μια επιδότηση 50% σε κατοικίες, 80% σε τουριστικές υποδομές και 100% σε περίπτωση που το διατηρητέο γίνει μουσείο».



Με πρόσφατη ανακοίνωσή του, ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιώργος Δημαράς, ενημέρωσε πως, από τον Σεπτέμβριο του 2018, έχει συσταθεί Ομάδα Εργασίας για την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου αστικών αναπλάσεων. 

Οι προτάσεις του υπουργείου για τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, περιλαμβάνουν: 

«Αυστηρές προϋποθέσεις χαρακτηρισμού τους ως εγκαταλελειμμένων. Ανάληψη χρήσης από Ο.Τ.Α. σε συνεργασία με Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού και Δημοσίου Δικαίου, μέσω προγραμματικών συμβάσεων. Μη αξιοποιήσιμα με άλλο τρόπο κτίρια να διατίθενται, είτε για στέγαση ευαίσθητων ομάδων είτε για κοινόχρηστους χώρους μετά από κατεδάφιση. Συναίνεση για επεμβάσεις με 60% ιδιοκτητών, καταγραφή σε ενιαία βάση πολεοδομικών πληροφοριών, εξέταση προσωρινών χρήσεων έστω και δυσμενέστερων στα πλαίσια επέμβασης και υποχρεωτική παροχή στοιχείων ιδιοκτητών από Κτηματολόγιο σε Ο.Τ.Α. και Δημόσιο». 

Αναφορικά με τα διατηρητέα το υπουργείο προτείνει σύσταση δομής διαχείρισης με διαθεσμικό χαρακτήρα από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, το υπουργείο Εσωτερικών και τους ΟΤΑ. 

Ακόμη, προτείνει κίνητρα, όπως η απαλλαγή ΕΝΦΙΑ και η μείωση του ΦΠΑ για επισκευές, για τους ιδιοκτήτες αλλά και αντικίνητρα, όπως τα πρόστιμα για τις περιπτώσεις εγκατάλειψης διατηρητέων κτιρίων.

Το κατά πόσο οι συζητήσεις θα εξελιχθούν σε νομοθετικές ρυθμίσεις, μένει να φανεί. Το βέβαιο είναι πως έχει καταστεί επιτακτική πλέον η ανάγκη για μια ολιστική αντιμετώπιση του θέματος που, όπως και τα κτίρια, φαίνεται να έχει για χρόνια εγκαταλειφθεί.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου