Η συζήτηση για το μέλλον της ΔΕΗ μας αφορά όλους, όχι μόνο τον μεγάλο αριθμό εργαζόμενων στην εταιρεία. Για πολλούς και σοβαρούς λόγους. Συχνά όχι όμως αυτούς που απασχολούν τους “τίτλους των ειδήσεων”.
Η ΔΕΗ είναι η μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας και απασχολεί χιλιάδες εργαζόμενους. Ο κύριος και πιο συμπαγής όγκος εργαζόμενων εντοπίζεται στις περιοχές όπου πραγματοποιείται η εξόρυξη λιγνίτη και βρίσκονται οι σταθμοί παραγωγής ενέργειας στη Δυτική Μακεδονία.
Ένα προσωπικό κείμενο του Νίκου Χαραλαμπίδη, γενικού διευθυντή του ελληνικού γραφείου της Greenpeace
Η ΔΕΗ έπαιξε σημαντικό ρόλο στον εξηλεκτρισμό και τη διασύνδεση της χώρας. Από απομονωμένα νοικοκυριά μέχρι βαριά βιομηχανία, όλοι πήραμε ενέργεια από τη ΔΕΗ. Αυτό έχει μια ιδιαίτερη αξία για μία χώρα που προσπάθησε να εκσυγχρονισθεί και αργότερα να συναγωνιστεί πιο αναπτυγμένες οικονομίες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη δεκαετία του ’60 τα συνεργεία της ΔΕΗ όργωναν την επικράτεια για να συνδέσουν σπίτια και γιαπιά, εντός ή εκτός σχεδίου, στο δίκτυο. Και εγένετο φως σε κάθε άκρη της χώρας.
Εδώ και 20 και πλέον χρόνια, είναι σαφές ότι τόσο το μονοπωλιακό καθεστώς στην παραγωγή ενέργειας, όσο και το ενεργειακό μίγμα (με κυρίαρχο τον εξαιρετικά χαμηλής θερμιδικής αξίας ντόπιο λιγνίτη) δεν έχουν μέλλον. Δυστυχώς, ο ενεργειακός γίγαντας (ο μόνος της χώρας) αρνιόταν πεισματικά και τα δύο. Το γεγονός ότι για δεκαετίες η ΔΕΗ λειτουργούσε “χωρίς αντίπαλο” συνέβαλε στο να αναπτύξει μια εταιρική μονοπωλιακή κουλτούρα σύμφωνα με την οποία τίποτε δεν θα μπορούσε να την απειλήσει. Είχε την ευκαιρία να είναι στην παγκόσμια πρωτοπορία της καθαρής ενέργειας, αφού η Ελλάδα ήταν από τους πρωτοπόρους στην εγκατάσταση των πρώτων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στον κόσμο, ήδη από τη δεκαετία του 1980. Και επέλεξε να μην είναι. Είχε την ευκαιρία να φύγει από τον αποκλειστικό ρόλο του παραγωγού ενέργειας και να ασχοληθεί και με την παροχή ενεργειακών υπηρεσιών. Ούτε αυτό έκανε. Αντίθετα, έμεινε προσκολλημένη στον λιγνίτη. Πόνταρε στο τεράστιο μέγεθός της που εξασφαλίζει πολιτική πίεση στην οποία κανένα κόμμα δεν μπορεί να αντισταθεί. Ιδιαίτερα στον μεγάλο ενεργειακό “τρίγωνο” της Δυτικής Μακεδονίας.
Με τις απαραίτητες νομοθετικές αλλαγές (σύμφωνα με τις οποίες ανακαλείται η υποχρέωση της εταιρίας να αποδώσει στην τοπική αυτοδιοίκηση, μετά την απαραίτητη αποκατάσταση, τα εξαντλημένα λιγνιτωρυχεία ώστε να αποδοθούν ως αγροτική γη) ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας της Δυτικής Μακεδονίας – θέλοντας και μη – έδεσε το παρόν και το μέλλον του με τον λιγνίτη και τη ΔΕΗ. Και όλα αυτά γνωρίζοντας ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση των λιγνιτικών εργοστασίων ευθυνόταν για περισσότερους από 1.000 πρόωρους θανάτους ετησίως. Με ένα εξωτερικό κόστος που κάποια στιγμή εκτιμήθηκε έως τα 4 δις € ετησίως. Με τη ΔΕΗ να αποκρύπτει στοιχεία, να καθυστερεί τη λήψη προφανών μέτρων, να κρατάει όμηρο την τοπική κοινωνία. Βλέπετε, ο λιγνίτης ως προϊόν εθνικής σημασίας στάθηκε η αφορμή να ξεριζωθούν ολόκληρα χωριά και να αλλάξει οριστικά η ζωή χιλιάδων κατοίκων της περιοχής.
Κάποιες προσπάθειες ιδιωτικής παραγωγής ενέργειας υπέφεραν από αυτά που υποφέρει μεγάλο μέρος της επιχειρηματικότητας στη χώρα: η δημιουργικότητα εξαντλήθηκε στην κομπίνα. Τεράστια κέρδη για λίγους, φέσια για τους υπόλοιπους, χωρίς τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Έτσι, ανεξαρτήτως ιδιοκτησιακού καθεστώτος, η μεγαλύτερη εταιρία της χώρας μέχρι πρόσφατα παρέμενε μονοπώλιο. Και εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται ως τέτοιο. Και οι εκάστοτε κυβερνήσεις δεν τόλμησαν ποτέ να το ανατρέψουν. Ακόμη και στις περιπτώσεις που υπήρχαν περιορισμοί λόγω ευρωπαϊκής νομοθεσίας (είτε λόγω ανταγωνισμού είτε λόγω προστασίας δημόσιας υγείας και περιβάλλοντος) υπήρχε φροντίδα για σχετικά αντισταθμιστικά μέτρα, ακόμα και με χρήματα φορολογουμένων.
Σιγά σιγά όμως, η εταιρία άρχισε να χάνει το λαϊκό της έρεισμα και να μην έχει πλέον τα αδιαφιλονίκητο αλάθητο.
Το ψέμα έχει κοντά πόδια. Η ΔΕΗ χαίρει της εκτίμησης της κοινωνίας για τα καλά που έκανε. Δεν μπορεί όμως να τα χρησιμοποιεί σήμερα ως εικόνισμα για να ξορκίσει τις πομπές της και τις πολλές λάθος επιλογές της. Η αγορά ανοίγει. Ήδη έχουν μπει ιδιώτες παραγωγοί, τόσο στον χώρο του φυσικού αερίου όσο και στον χώρο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (άλλοτε ευνοϊκό πεδίο για τη ΔΕΗ, σήμερα παντελώς απούσα). Η εταιρία μπορεί να συνεχίσει να δίνει μάχες χαρακωμάτων προσπαθώντας να αποφύγει το αναπόφευκτο (την απώλεια σημαντικού μέρους της αγοράς ενέργειας και της αποκλειστικής πρόσβασης στον λιγνίτη). Μπορεί όμως να βγάλει το κεφάλι της από την άμμο και να δει τι γίνεται γύρω της:
– Τη δεσμευτική Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα που οδηγεί σε οριστική απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.
– Τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό για τους Βιομηχανικούς Ρύπους που, επί της ουσίας, οδηγεί τον λιγνίτη στο περιθώριο.
– Το Ενεργειακό Ταμείο Εκσυγχρονισμού της Ε.Ε., που όμως εξαιρεί τον άνθρακα και τον λιγνίτη από τις επιλεγμένες επενδύσεις.
– Τη μια μετά την άλλη χώρα που ανακοινώνουν χρονοδιαγράμματα για την πλήρη απεξάρτηση από κάρβουνο, πετρέλαιο και λοιπά ορυκτά καύσιμα.
– Μέχρι και η Eurelectric (ο επίσημος φορέας των εταιριών ηλεκτροπαραγωγής στην Ευρώπη) ανακοίνωσε ότι σταματάει να υποστηρίζει τις επενδύσεις σε άνθρακα μετά το 2020. Η Πολωνία και η Ελλάδα είναι οι μόνες χώρες που δεν υπέγραψαν την ανακοίνωση.
– Το γεγονός ότι, παρά τη διαφαινόμενη υποχρεωτική πώληση μονάδων, είναι εξαιρετικά απίθανο να υπάρξει ενδιαφέρον από ιδιώτες για τον λιγνίτη. Το ‘φιλέτο’ είναι τα υδροηλεκτρικά.
Κι όμως η ΔΕΗ, που βρίσκεται στο επίκεντρο της διαπραγμάτευσης με Τρόικα/ Θεσμούς/ Δανειστές, προχωρά σε ενέργειες που θα χρεώσουν την εθνική οικονομία και τους καταναλωτές για 40 περίπου χρόνια: 2,5 δις € (κυρίως δανεικά) για δύο νέες λιγνιτικές μονάδες που, με βάση τις πιο σοβαρές εκτιμήσεις, δεν πρόκειται να αποσβεστούν οικονομικά ΠΟΤΕ.
Μια ακόμη χαμένη γενιά, θαμμένη στο κάρβουνο.
Και τώρα τι;
Η επιλογή είναι της διοίκησης της ΔΕΗ και της συνδικαλιστικής της ηγεσίας. Μπορεί όμως να γίνει και δική μας. Δεδομένης της απόλυτης απροθυμίας του συνόλου των κοινοβουλευτικών κομμάτων να ταράξουν τα λιμνάζοντα νερά της ΔΕΗ, εμείς, οι πολίτες – ως καταναλωτές – έχουμε δύναμη. Εξοικονόμηση ενέργειας, έξυπνη χρήση της ενέργειας, αυτοπαραγωγή (και συντόμως αποθήκευση ενέργειας) αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της προσπάθειας απεξάρτησής μας από αυτό που παρουσιάζεται ως αναπόφευκτο. Ο λεγόμενος ‘εκδημοκρατισμός του τομέα ενέργειας’ συμβαίνει ήδη. Πλέον ακόμα και η σημερινή – συντηρητική – Ευρώπη ανακοινώνει επισήμως ότι οδεύουμε προς αυτήν την κατεύθυνση.
Το πιο σημαντικό όμως: η φωνή της τοπικής κοινωνίας. Πρέπει να ξεκινήσει άμεσα μια καλοσχεδιασμένη συμμετοχική διαδικασία για το μέλλον των κοινωνιών των “λιγνιτικών” περιοχών. Το πέρασμα στη νέα εποχή θα χρειαστεί προσοχή, φροντίδα, αφοσίωση και δεν θα χωράει λαϊκισμούς και αλλαγή πορείας πριν από κάθε εκλογές ή μετά από κάθε ανασχηματισμό. Χωρίς κατάρες, χωρίς δαίμονες και με την κοινωνία μαζί. Υπάρχουν απαντήσεις για κάθε πιθανό ερώτημα: για την ανεργία, για την επανεκπαίδευση, για τη διαφοροποίηση (diversification) της οικονομικής δραστηριότητας στην περιοχή, για την τηλεθέρμανση… Αρκεί να θέσουμε τα σωστά ερωτήματα.
Ξανά: είναι στο χέρι της ΔΕΗ (διοίκηση, σωματεία) να ξεκινήσει έναν ουσιαστικό διάλογο για το αύριο μιας σύγχρονης εταιρίας που ανταποκρίνεται σε σημερινές και αυριανές ανάγκες. Να δώσει έμφαση στις καθαρές πηγές και τις υπηρεσίες εξοικονόμησης ενέργειας. Βρίσκεται ήδη μέσα στα σπίτια εκατομμυρίων νοικοκυριών. Είναι η τεράστια – αναξιοποίητη – δύναμή της. Για αρχή, ας σταματήσει να αναπολεί τα χαμένα μεγαλεία και ας δει το αύριο. Ένα αύριο χωρίς κάρβουνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου