Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ έκλεισε τα 69 και συνεχίζει την εξωπραγματική του πτήση



Ο μικροσκοπικός χορευτής που δεν πατάει στο έδαφος και αφήνει το κοινό άφωνο
Οι θεατές σε όλο τον κόσμο όταν βλέπουν τον Μπαρίσνικοφ να χορεύει, ακόμα και σήμερα στοιχηματίζουν ότι έχει κάνει συμφωνία με το χρόνο. Μπορεί και με το διάβολο.




 Περιοδεύει σε όλο τον κόσμο, με αρχή από το Σπολέτο το 2015 με την παράσταση του Μπομπ Γουίλσον «Letter to a man», που βασίζεται στο ταραχώδες «Ημερολόγιο του Νιζίνσκι».

Πριν από έξι ημέρες ολοκλήρωσε τις παραστάσεις του στο Theatre de la Ville, στο Παρίσι. Ο μεγαλύτερος εν ζωή χορευτής του 20ού αιώνα, μαγνητίζει ακόμα με το βήμα, το βλέμμα, την έκφραση και τη χάρη του το κοινό σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην έβδομη δεκαετία της ζωής του, ο Μπαρίσνικοφ έφτασε πολύ μακριά, πιο μακριά από οποιονδήποτε άλλο και πολύ ψηλά, σκίζοντας τον ουρανό με τα εξωπραγματικά άλματά του. Η Ρωσία είναι σήμερα υπερήφανη για το τέκνο της, παρόλο που ο ίδιος δηλώνει ότι θεωρεί τον εαυτό του Αμερικανόκαι όχι άδικα.




Ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ στην παράσταση «Letter to a man» του Μπομπ Γουίλσον


Η απόδρασή του από τη μητέρα-χώρα δε θα μπορούσε παρά να είναι τόσο μυθιστορηματική όσο η ζωή του, μια ολόκληρη κατασκοπευτική ιστορία, στα σύνορα του Καναδά, το 1974, με μπερδεμένα ίχνη, ένα αυτοκίνητο που περίμενε σε προκαθορισμένο σημείο και μυστικούς πράκτορες να αναλαμβάνουν δράση.


«Αν είχα βεβαίως γεννηθεί στην Αμερική, πιστεύω ότι σε καμία περίπτωση δε θα γινόμουν χορευτής»

O Μπαρίσνικοφ δεν εγκατέλειψε τη Ρωσία για πολιτικούς λόγους, αλλά για καλλιτεχνικούς. Στο Λένινγκραντ ήταν επιτυχημένος και διάσημος καλλιτέχνης, αλλά επιζητούσε ένα διαφορετικό μπαλέτο, ένα χορό με πνεύμα πιο ελεύθερο και σύγχρονο και καθόλου σοβιετικό. 

Ο Μπαρίσνικοφ το έσκασε αναζητώντας την καλλιτεχνική ελευθερία. Αν δεν έφευγε, όπως έχει πει ο στενότερος φίλος του Ιωσήφ Μπρόντσκι, «θα είχε γίνει αλκοολικός». Θα ακολουθούσε τη μοίρα πολλών ταλαντούχων ποιητών, μουσικών, σκηνοθετών που βυθίζονταν στο ποτό για να μπορούν να αντιμετωπίσουν την ασφυκτική ατμόσφαιρα της τελευταίας περιόδου της ΕΣΣΔ.

 Ο Μπαρίσνικοφ, εκτός από ελεύθερος καλλιτέχνης, στην Αμερική έγινε σταρ του θεάματος. «Αν είχα βεβαίως γεννηθεί στην Αμερική», είπε κάποτε «πιστεύω ότι σε καμία περίπτωση δε θα γινόμουν χορευτής. Το πιθανότερο, θα ήμουν δικηγόρος ή επιχειρηματίας».





Ο Μπαρίσνικοφ σήμερα θεωρείται εθνικός θησαυρός τουλάχιστον δυο χωρών. 

Ένα φαινόμενο ενέργειας, που απελευθερώνεται στη σκηνή, ακόμα κι όταν κάνει ένα μικρό βήμα, ή ένα αδιόρατο νεύμα. 

Μια ολόκληρη γενιά που δεν τον είδε να χορεύει στη σκηνή, δε χόρταινε να τον βλέπει στο Sex and the City, να κερδίζει την καρδιά της Κάρι και να δοκιμάζει ρώσικες συνταγές σε μεταμεσονύκτια ραντεβού σε ρεστοράν, σαν το δικό του θρυλικό «Russian samovar» στη Νέα Υόρκη, της δεκαετίας του ’80, στο οποίο συνέρρεαν παραδοσιακά τα μέλη της ρωσικής διασποράς.

Από την ελίτ των διανοούμενων μέχρι τους πιο περιθωριακούς, όλοι ήταν η πατρίδα του «Μίσα», μια πατρίδα που αγάπησε, αλλά δε νοστάλγησε ποτέ. «Ο κόσμος ακόμα και σήμερα νομίζει ότι λέγομαι Πετρόφσκι, όπως στο σίριαλ», λέει γελώντας. «Σημασία έχει ότι με πλησιάζουν με μεγάλο ενθουσιασμό».


Ο Μιχαήλ Νικολάγιεβιτς Μπαρίσνικοφ γεννήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1948 στη Ρίγα της Λετονίας.

 Τα παιδικά του χρόνια τα έχει περιγράψει με πολύ μεγάλη ευγένεια ως «όχι ευχάριστα», εννοώντας την αυταρχική συμπεριφορά ενός πατέρα που εφάρμοζε στο σπίτι τις στρατιωτικές του συνήθειες. 

Καθόλου περίεργο, το ότι στο μικρό Μιχαήλ, που ήξερε καλά τι σημαίνει πειθαρχία, δε φάνηκε δύσκολο να προσαρμοστεί στην πειθαρχία και την άσκηση που απαιτεί ο χορός.

 Το 1960 άρχισε να χορεύει και στα 16 του, ξεκίνησε τη μαθητεία του στην Ακαδημία Μπαλέτου Βαγκάνοβα. 

Η Ζιζέλ είναι το πρώτο έργο που χόρεψε ενώπιον κοινού και πολύ σύντομα οι μεγάλοι Ρώσοι χορογράφοι είχαν βρει τον επόμενό τους αστέρα. Όλεγκ Βινογκράντοφ, Κονσταντίν Σεργκέγιεφ, Ιγκόρ Τσερνίκοφ χορογραφούν αποκλειστικά για τον Μπαρίσνικοφ.

 Το 1969 η ερμηνεία του στο «Vestris» του Λεονίντ Γιάκομπσον δημιουργεί το πρώτο ορόσημο της καριέρας του.





Ο μικροσκοπικός χορευτής που δεν πατούσε στο έδαφος, αφήνει το κοινό άφωνο. 
Οι θεατές κοιτάζουν εκστασιασμένοι την αρμονία, το θρίαμβό του επί της βαρύτητας. 
Ο Μπαρίσνικοφ πετάει στη σκηνή και ο κριτικός των New York Times, Κλάιβ Μπαρνς παραληρεί: «ο Μπαρίσνικοφ είναι ο τελειότερος χορευτής που έχω δει ποτέ μου», γράφει.

 Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο Μπαρίσνικοφ είναι ο μεγάλος σταρ της Σοβιετικής Ένωσης, λάμπει στο παγκόσμιο στερέωμα και οι Σοβιετικοί τρέμουν αυτό που συνέβη λίγα χρόνια αργότερα.

 Ο Μπαρίσνικοφ αυτομόλησε και μέχρι σήμερα έχει γυρισμένες τις πλάτες στη Ρωσία, είναι ο μόνος που έχει πάρει θέση παθιασμένα για την επικίνδυνη και δηλητηριώδη πρακτική των Μπολσόι, έχει καταδικάσει τις ίντριγκες και χαρακτηρίζει όσα συμβαίνουν στην πατρίδα του σαν θέατρο παραλόγου, μια σαπουνόπερα της δεκάρας, ένα ακατάπαυστα κακόγουστο βαριετέ.




Ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ με το American Ballet Theatre ©MIRA/ABT


Ο Μπαρίσνικοφ βρήκε στο American Ballet Theatre το καλλιτεχνικό σπίτι που ονειρευόταν. Έμεινε εκεί για τέσσερα χρόνια και δούλεψε με περισσότερους από δεκατρείς χορογράφους, σε παραγωγές κάθε είδους. 

Με την αψεγάδιαστη τεχνική του και τις σχεδόν εξωπραγματικές φιγούρες του, με την απίστευτη ακρίβεια κάθε κίνησης, η καριέρα του απογειώνεται.

 Ο μύθος του δε διαψεύδει κανέναν, ο ίδιος έχει ανάγκη να κάνει πολλούς διαφορετικούς ρόλους για τους οποίους δηλώνει πως δεν υπάρχει μυστικό για να τους μάθεις, εκτός από «θετική ενέργεια, ταλέντο, σκληρή δουλειά και λίγη τύχη πάντα βοηθάει».

 Η τόλμη περισσότερο και λιγότερο η τύχη βοήθησε τον Μπαρίσνικοφ στο να μετατρέψει ακόμα και τις αποτυχίες του στις πιο χρήσιμες εμπειρίες της ζωής του.


Τα Χριστούγεννα του 1977, ο Μπαρίσνικοφ έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον «Καρυοθραύστη» με το American Ballet Theatre, σε παραγωγή του τηλεοπτικού δικτύου CBS. Η παράσταση, που προτάθηκε και για βραβείο EMMY, εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να είναι η πιο δημοφιλής και πολυπαιγμένη τηλεοπτική παραγωγή του είδους, που μάλιστα κυκλοφόρησε και σε DVD το 2004. 

Ο Μπαρίσνικοφ, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, αποφασίζει να κάνει το βήμα του και στον κινηματογράφο με την ταινία «Η κρίσιμη καμπή». Πρωταγωνίστησε με την Αν Μπάνκροφτ και τη Σίρλεϊ ΜακΛέιν και κέρδισε και υποψηφιότητα για Oscar A’ ανδρικού Ρόλου. 

Κάνει ακόμα τις «Λευκές Νύχτες» (1985), σε σκηνοθεσία Τέιλορ Χάκφορντ όπου συμπρωταγωνιστεί με την Έλεν Μίρεν και την Ιζαμπέλα Ροσελίνι, το «Dancers» σε σκηνοθεσία Χέρμπερτ Ρος, το 1987, ενώ το 1991 μαζί με τον Τζιν Χάκμαν γίνονται οι «Τελευταίοι Διπλοί Πράκτορες».

 Το 1989 έπαιξε στην παράσταση «M etamorphosis», βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Κάφκα, κερδίζοντας βραβείο Tony.


Το 1978, αποφασίζει να αφοσιωθεί στο New York City Ballet, το οποίο θεωρεί «σπίτι» του, υπό τη διεύθυνση του Ζορζ Μπαλανσίν. Με τον Μπαλανσίν, τον οποίο θεωρεί ακόμα μεγάλο του δάσκαλο, εμβάθυνε στην καλλιέργεια του ξεχωριστού εκλεπτυσμένου του ύφους.

 Μετά από 2 χρόνια αναλαμβάνει καλλιτεχνικός διευθυντής στο American Ballet Theatre, θέση που κράτησε για σχεδόν μία δεκαετία. Με τον Μαρκ Μόρις ιδρύουν τη δική τους ομάδα χορού, είμαστε πια στα 90’s και ο Μπαρίσνικοφ θέλει να πειραματιστεί.

 Το πρότζεκτ τους ονομάζεται White Oak Project, ένα αβάν γκαρντ πείραμα μέσα στο οποίο θέλει να συνδέσει την παράδοση του ρώσικου μπαλέτου με το σύγχρονο αμερικάνικο χορό. «Είναι λιγότερο εξεζητημένο, πιο δημοκρατικό, πιο φανερό και κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον πιο κοντά στις καρδιές των ανθρώπων», λέει ο Μπαρίσνικοφ για το εγχείρημά του.

 Όμως το μεγάλο έργο της ζωής του, το καμάρι του, είναι το Baryshnikov Arts Center (BAC) στη Νέα Υόρκη. Ένα κέντρο για τους καλλιτέχνες όλων των ειδών, ανοιχτό σε όλα τα θεάματα, στο θέατρο, την performance και κάθε δημιουργικό πειραματισμό.


Όταν κρέμασε τις πουέντ, μετά από τραυματισμούς στους οποίους δεν έδωσε καμία σημασία, είπε «Είμαι 65 ετών. Ασφαλώς δεν μπορώ να χορεύω. Θα ήταν απλώς γελοίο». 

Η πιο καλτ προσωπικότητα του χορού, λίγα χρόνια πριν, το 2006, έκανε τους θεατές της Πειραιώς 260, να δακρύσουν, βλέποντάς τον σε ένα συνταρακτικά συγκινητικό ντουέτο με την Άνα Λαγκούνα σε σκηνοθεσία ΜατςΕκ. Ήταν σαν να πετούσαν πάνω από το πάτωμα, με μια αρμονία που είχε τη χάρη των θεών.





Η αναμέτρησή του με την κίνηση που κατάφερε να δαμάσει, η μοναδική του δεξιοτεχνία βρήκε ένα alter ego, στο πρόσωπο του ιδιοφυούς σκηνοθέτη Μπομπ Γουίλσον.
 Σχεδόν χαρούμενα ο Μπαρίσνικοφ ομολογεί ότι «Οι πρόβες μαζί του είναι πολύ πιο εξοντωτικές κι από το να χορεύεις 24 ώρες το 24ωρο».

Με τον Γουίλεμ Νταφόε, ήρθαν στην Αθήνα το καλοκαίρι του 2013 για να ζωντανέψουν το σουρεαλιστικό, ποιητικό και ειρωνικό σύμπαν του σπουδαίου λογοτέχνη Δανιήλ Χαρμς, σε σκηνοθεσία Μπομπ Γουίλσον. Το κοινό έψαχνε τα βιογραφικά τους για να δει ακριβώς την ηλικία τους. Η ενέργεια ήταν εξωπραγματική.

Το 2015 ο Μπαρίσνικοφ πρωταγωνίστησε στην καμπάνια του street fashion οίκου Rag & Bones, με ένα βίντεο που έγινε viral με το «νέο αίμα» του street χορού, τον Lil Buck.




Σήμερα ζωντανεύει στη σκηνή τη ζωή ενός άλλου μυθικού «τέρατος» του χορού, τη ζωή του Νιζίνσκι, του σπουδαιότερου χορευτή όλων των εποχών. Ο Νιζίνσκι τελείωσε τη ζωή του πριν τα πενήντα, με νοσηλείες στα ψυχιατρεία και μια ζωή που μοιάζει με δυστοπία.

 Ο Μπαρίσνικοφ, καλύτερος από ποτέ, αποτίει φόρο τιμής σε έναν προκάτοχό του, που τα είχε όλα, αλλά του έλειψε αυτό που ο Μπαρίσνικοφ πιστεύει βαθιά: «λίγη τύχη». 

Το παραμύθι το δικό του δεν έχει τελειώσει. Αλλά ο ίδιος θέλει κάθε σελίδα να είναι διαφορετική. Τολμάει και το καταφέρνει ακόμα και τη στιγμή που ο πλανήτης του εύχεται χρόνια πολλά για τα 69 του χρόνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου