Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Τζέιν Φόντα – Μια ντίβα του Χόλιγουντ ετών 80!






Από την εκρηκτική «Μπαρμπαρέλλα» της δεκαετίας του '60 στα δύο Οσκαρ και από εκεί στην τηλεοπτική γκουρού της αεροβικής, η ακτιβίστρια κόρη του μεγάλου Χένρι Φόντα, στο κατώφλι της ένατης δεκαετίας της ζωής της δηλώνει ότι δεν μετανιώνει για τίποτα και συμβουλεύει τους νέους να λένε ξεκάθαρα «ναι» ή «όχι»...


«Εάν είναι αλήθεια πως μια ηθοποιός αποτυπώνεται στη μνήμη του κοινού για τους ρόλους της, η ηλικία μου, τα 80 μου χρόνια, δεν μετρούν. Για κάποιους θα είμαι πάντα η Μπαρμπαρέλλα. Για άλλους η πόρνη Μπρι Ντάνιελς, για πολλούς είμαι ακόμα και πάντα θα είμαι η κόρη του Χένρι Φόντα».

Η Τζέιν Φόντα, κατά τη διάρκεια της καριέρας της κατάφερε να κερδίσει δύο Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου (για τις ερμηνείες της στην «Εξαφάνιση» του Άλαν Πάκουλα και στον «Γυρισμό» του Χαλ Άσμπι), έξι Χρυσές Σφαίρες και δεκάδες άλλα βραβεία και διακρίσεις ενώ μπορεί να αισθάνεται περήφανη και για τις επιδόσεις της ως ακτιβίστρια, παραγωγός, συγγραφέας αλλά και τηλεοπτική«γκουρού» της αεροβικής. 


Toν περασμένο Σεπτέμβριο τιμήθηκε για το σύνολο του έργου της με τον Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ της Βενετίας, έχοντας στο πλευρό της έναν άλλο μεγάλο εκπρόσωπο του Χόλιγουντ του περασμένου αιώνα, τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ.



     Mε τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ στην ταινία του Τζιν Σακ                                       «Ξυπόλυτοι στο Πάρκο», το 1967



Πρόσφατα ολοκλήρωσε την ερμηνεία της στο «Book Club» και είναι περίεργη να δει το τελικό αποτέλεσμα της ταινίας του Μπιλ Χόλντερμαν. «Μιλάει για τέσσερις φίλες που συναντιούνται και διηγούνται πως η ανάγνωση των “Πενήντα Αποχρώσεων του Γκρι” μεταμόρφωσε τις ζωές τους αλλά και τις επιθυμίες τους. 

Χάρηκα που βρέθηκα ξανά στο σετ με ηθοποιούς που εκτιμώ όπως η Ντάιαν Κίτον, η Κάντις Μπέργκεν, η Μαίρη Στινμπέργκεν. Δεθήκαμε πολύ κατά τα γυρίσματα. Ως γυναίκες, ως μητέρες, ως γιαγιάδες που αισθάνονταιακόμα κοπέλες 

Είναι σημαντικό να γυρίζονται ταινίες όχι μόνο για τους νεότερους, αλλά και για εκείνους που δεν είναι πλέον νέοι», υποστήριξε, μιλώντας στην Corriere della Sera η Τζέιν Φόντα, γνωρίζοντας ότι σε λίγες ημέρες, την 21η Δεκεμβρίου, πρόκειται να γιορτάσει τα 80α γενέθλιά της




                    Στον εμβληματικό ρόλο της Μπαρμπαρέλλα, το 1968


Εμφανίζεται ιδιαίτερα χαρούμενη και για την επιτυχία που σημειώνει η τηλεοπτική σειρά «Grace & Frankie» στην οποία, μαζί με την Λίλι Τομλίν, παρουσιάζουν την ιστορία δύο γυναικών ηλικίας άνω των 70 που καταλήγουν φίλες όταν οι σύζυγοί τους ανακοινώνουν πως είναι ομοφυλόφιλοι.
«Μου άρεσε πολύ το σενάριο που έγραψε μια γυναίκα, η Μάρτα Φραν Κάουφμαν στην οποία οφείλουμε και το Friends. Σε αυτά που γράφει εμπεριέχεται η ουσία της ζωής, οι εκπλήξεις και οι δυσκολίες της», προσδιόρισε, αναφέροντας πως αισθάνεται οικεία με τις πρωταγωνίστριες τις σειράς. 

Γιατί «οι δύο γυναίκες, όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες, αρχίζουν ένα νέο κεφάλαιο στις ζωές τους. Κατά βάθος, όλες οι ζωές εξελίσσονται μέσω επεισοδίων. Σημεία καμπής, νίκες, αποτυχίες… Η πραγματικότητα δεν είναι κινηματογραφική αλλά οι ταινίες μπορούν να μας βοηθήσουν να ζήσουμε με φαντασία και ρεαλισμό».




                    Με τη Λίλι Τόμλιν στη σειρά «Grace and Frankie»



Και επικαλέστηκε ένα επεισόδιο από τη δικής της πολυκύμαντη ζωή: «όταν αποφάσισα να εγκαταλείψω το σινεμά και να πάω να ζήσω στην Ατλάντα με τον Τεντ Τέρνερ, ο οποίος παραμένει φίλος μου, νόμιζα πως επρόκειτο για μια τελική επιλογή της ζωής μου η οποία, ωστόσο, μου επιφύλασσε άλλες εκπλήξεις».





Μαζί με τον διάσημο ηθοποιό πατέρα της, Χένρι Φόντα στη «Χρυσή Λίμνη», το 1982



Πάντως στον ιταλό δημοσιογράφο, έκπληξη προκάλεσε το γεγονός ότι οι πιο σημαντικές στιγμές της εξαιρετικής καριέρας της, κατά βάθος δεν της ανήκουν, όπως τόνισε η ίδια. 


«Η πιο όμορφη στιγμή, για παράδειγμα, σχετίζεται με το Όσκαρ του πατέρα μου για την ερμηνεία του στην ταινία “Στη Χρυσή Λίμνη”. Συμμετείχα μαζί του σε εκείνη την ιστορία που ακόμα θεωρώ πως είναι μία από τις πιο σημαντικές με θέμα την αμερικανική οικογένεια», αποκάλυψε.


Στο κατώφλι της ένατης δεκαετίας της ζωής της, η Φόντα δηλώνει πως δεν μετανιώνει για τίποτα από όλα όσα έκανε και δεν έκανε τόσο στη ζωή της όσο και στην καριέρα της. 


«Συμβουλεύω στους νέους ανθρώπους μόνον να έχουν πάντα το θάρρος να λένε ξεκάθαρα “ναι” ή “όχι”. Στα περισσότερα από 57 χρόνια καριέρας, ως γυναίκα και όχι μόνον ως ηθοποιός, προσπαθούσα πάντα να κάνω αυτό, από τότε που μαζί με έναν νεότατο Γουόρεν Μπίτι συμμετείχα σε μια οντισιόν. Οι γυναίκες έκαναν σημαντικά βήματα αλλά ο δρόμος παραμένει μακρύς», υποστήριξε.




Συμπρωταγωνιστές πάλι με τον Ρέντφορντ στη νέα ταινία του Netflix «Our Souls at Night»



Και για αυτόν τον λόγο έστησε και ένα δικό της blog. «Με ενδιαφέρει να μεταδίδω στιγμές της ζωής, συναντήσεις, απώλειες, ανακαλύψεις. Ή να διηγούμαι στις κοπέλες πως μικρή υπέφερα από βουλιμία, για να πω με κάποιον τρόπο πως η καθημερινότητα και το επάγγελμα που επιλέγει κανείς, συνεπάγονται υποχρεώσεις και στεναχώριες. 


Στην τελευταία μου ταινία με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ «Our Souls at Night», εγώ αναφέρω, σκεπτόμενη όχι το σεξ, αλλά την βαθύτερη επικοινωνία μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας: “εγώ μπορεί να αισθανθώ μόνη, ενδεχομένως να συμβαίνει και σε εσένα”. Πιστεύω πως αυτή είναι μια από τις καλύτερες ατάκες ολόκληρης της καριέρας μου», κατέληξε.
  

Η «Μπαρμπαρέλα» Τζέιν Φόντα 

Ηταν 21 Δεκεμβρίου 1937 η ημέρα που γεννήθηκε η όμορφη γυναίκα η οποία πήρε δύο Οσκαρ και έγινε η «Τζέιν του Ανόι» στο Βιετνάμ. Που λάνσαρε βιντεοκασέτες γυμναστικής, ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε και, πια, κάνει ένα ακόμα βήμα προς την ένατη δεκαετία της γεμάτης ζωής της.

Η Τζέιν Φόντα είναι αμερικανή ηθοποιός, βραβευμένη δύο φορές με Οσκαρ α’ γυναικείου ρόλου. Πέρα από τη συμμετοχή της σε πολυάριθμες παραγωγές του θεάτρου και του κινηματογράφου είναι γνωστή για το ακτιβιστικό της έργο κατά τη διάρκεια του πολέμου των ΗΠΑ με το Βιετνάμ. 

Επίσης, ως γκουρού του φίτνες έγινε γνωστή για το λανσάρισμα μιας σειράς από βιντεοκασέτες γυμναστικής, δικής της παραγωγής, που έκαναν την αερόβια άσκηση μόδα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80.

Μπορεί έτσι να περικλείεται τηλεγραφικά μια ολόκληρη ζωή, μια λαμπρή καριέρα και ένα ακτιβιστικό έργο; Σίγουρα όχι, από τη στιγμή, μάλιστα, που σε όλο το παραπάνω μένει εκτός του το κορμί της και η απαράμιλλη γοητεία της.



Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και είναι κόρη του μεγάλου αμερικανού ηθοποιού Χένρι Φόντα και της Φράνσις Φορντ Σέιμουρ. Είναι αδερφή τού ηθοποιού Πίτερ Φόντα -γεννήθηκε τρία χρόνια αργότερα- και θεία τής ηθοποιού Μπρίτζετ Φόντα, κόρης του Πίτερ. 

Οι γονείς τής Τζέιν την ονόμασαν «Λαίδη Τζέιν Σέιμουρ» εμπνευσμένοι από τη μακρινή απόγονο της μητέρας της, την Τζέιν Σέιμουρ, η οποία ήταν τρίτη σύζυγος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Η’. Η μητέρα της, η οποία αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, αυτοκτόνησε όταν η Τζέιν ήταν 13 ετών κι ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε.

Οταν ήταν έφηβη η Τζέιν εργάστηκε ως μοντέλο κοσμώντας δυο φορές το εξώφυλλο του περιοδικού Vogue. Στα δεκαεφτά της έλαβε τα πρώτα ερεθίσματα που την οδήγησαν να ασχοληθεί με την υποκριτική, όταν εμφανίστηκε στο πλάι του πατέρα της στο θεατρικό του Κλίφορντ Οντετς «Η χωριατοπούλα».

Μαζί με τον διάσημο ηθοποιό πατέρα της, Χένρι Φόντα στη «Χρυσή Λίμνη» (1982)


Μετά την αποφοίτησή της από το αριστοκρατικό κολέγιο Βασάρ αναχώρησε για την Ευρώπη. Σπούδασε ιστορία της Τέχνης στο Παρίσι για δύο χρόνια κι όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ γνωρίστηκε με τον πρωτοπόρο της υποκριτικής και καθηγητή του περίφημου Ακτορς Στούντιο, Λι Στράσµπεργκ, ο οποίος της είπε ότι έχει ταλέντο. Η δήλωση του Στράσμπεργκ άλλαξε ριζικά τη ζωή της Τζέιν, που πλέον μοχθούσε να γίνει ηθοποιός. 

Ετσι, το 1960, η Φόντα έκανε την παρθενική της εμφάνιση στο Μπρόντγουέϊ στο θεατρικό «There was a little girl», ενώ την ίδια χρονιά γύρισε και την πρώτη της ταινία στο πλευρό του Αντονι Πέρκινς με τίτλο «Οι γυναίκες τρελαίνονται για τους ψηλούς», («Tall Story»). 

Ακολούθησαν οι ταινίες «Το σπίτι της αμαρτίας», («Walk On The Wild Side», 1962), που της χάρισε την πρώτη της υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα, «Γάμος υπό δοκιμή», («Period Of Adjustment», 1963) βασισμένο σε θεατρικό του Τένεσι Γουίλιαμς και «Κυριακή στη Νέα Υόρκη», («Sunday In New York», 1965). Ηταν, όμως, η συμμετοχή της στην ταινία τού 1965 «Η Λησταρχίνα» («Cat Ballou») που την έκανε σταρ.


                Η Φόντα στη ταινία «Κυριακή στη Νέα Υόρκη»

Το 1965 η Φόντα παντρεύτηκε τον γάλλο σκηνοθέτη Ροζέ Βαντίμ, ο οποίος τη σκηνοθέτησε το 1968 στην -καλτ, πλέον- ταινία «Μπαρμπαρέλα» («Barbarella»). Η ταινία αυτή την καθιέρωσε ως «σύμβολο του σεξ» και «Αμερικανίδα Μπριζίτ Μπαρντό», καθώς η υπερχειλίζουσα σεξουαλικότητά της αναδείχθηκε ακόμη περισσότερο από τα εντυπωσιακά κοστούμια τού έργου φέρνοντας ρίγη ανεκπλήρωτου πόθου σε εκατομμύρια θαυμαστές της. 

Την ίδια χρονιά η Φόντα απέκτησε το πρώτο της παιδί, τη Βανέσα Βαντίμ. Η ζωή με τον Βαντίμ διεύρυνε τους ορίζοντες της Τζέιν, η οποία μυήθηκε στην έντονη και ταραχώδη πολιτικοποίηση και άλλαξε τον τρόπο σκέψης της, πράγμα που άρχισε να γίνεται εμφανές και στη δουλειά της ως ηθοποιός εφόσον το ταλέντο της άρχισε να ωριμάζει. 

Πρώτο δείγμα είναι η ταινία που της χάρισε την πρώτη της υποψηφιότητα για Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου, το «Σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν» («They Shoot Horses, Don’t They?», 1969), ενώ παράλληλα απέρριψε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στις ταινίες «Μπόνι και Κλάιντ» («Bonnie and Clyde», 1967) και «Το μωρό της Ρόζμαρι» («Rosemary’s Baby», 1968).


Με τον γάλλο σκηνοθέτη και σύζυγο της Ροζέ Βαντίμ, το 1965 ( Evening Standard/Getty Images)


Η πτώση και η (επ)άνοδος

Η Φόντα βίωνε την πιο παραγωγική της περίοδο ως ηθοποιός, ενώ η έντονη πολιτικοποίησή της και το γεγονός ότι ήταν υποστηρίκτρια του κινήματος κατά του πολέμου του Βιετνάμ, είχε ως αποτέλεσμα να δεχτεί αρνητικές κριτικές κι έντονα πυρά από τον Τύπο. 

Το 1970 η Φόντα, μαζί με τον ηθοποιό Ντόναλντ Σάδερλαντ και τον ακτιβιστή Φρεντ Γκάρντνερ, δημιούργησαν ένα είδος πολιτικής επιθεώρησης που αποκαλούσαν «FTA Tour» (Free the army tour) με την οποία περιόδευσαν κατά μήκος της δυτικής ακτής των ΗΠΑ συνομιλώντας με στρατιώτες που θα πήγαιναν να πολεμήσουν στο Βιετνάμ.



            Σε αντιπολεμική διαδήλωση στο Λος Αντζελες, το 1970


Η νίκη της το 1972 στα Οσκαρ και στην κατηγορία Α’ γυναικείος ρόλος για την ταινία του Αλαν Πακούλα «Η Εξαφάνιση» («Klute»), έλαβε χλιαρή υποδοχή. Στον λόγο της η Φόντα ευχαρίστησε όσους τη χειροκρότησαν και προσέθεσε ότι θα μπορούσε να πει πολλά περισσότερα, αλλά δεν επρόκειτο να το κάνει εκείνη τη βραδιά.

Την ίδια χρονιά επισκέφτηκε το Βόρειο Βιετνάμ και έδωσε τροφή για νέα αρνητικά σχόλια. Εκτοτε αποκαλείτο από τον Τύπο «Χάνοϊ Τζέιν». Η Φόντα, κατά την παραμονή της στο Βιετνάμ, συμμετείχε σε 10 ραδιοφωνικές εκπομπές όπου αποκαλούσε τα ανώτατα στελέχη του αμερικάνικου κράτους και του αμερικανικού στρατού εγκληματίες πολέμου. Επισκέφτηκε, επίσης, τους αμερικάνους αιχμαλώτους πολέμου για χάρη των οποίων μετέφερε μηνύματα από τις οικογένειές τους.

Από τη στιγμή που κέρδισε το Οσκαρ το 1971, μέχρι και την προβολή της ταινίας «Χρυσοδάχτυλοι της υψηλής κοινωνίας» («Fun with Dick and Jane») το 1977, η Φόντα δεν είχε εμπορική επιτυχία, παρά το γεγονός ότι γύριζε ταινίες. 

Οι πολιτικές της πεποιθήσεις είχαν αμαυρώσει την εικόνα της. Το 1972 συμμετείχε στην ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ «Ολα πάνε καλά» (Tout va bien), ενώ έναν χρόνο μετά χώρισε από τον Ροζέ Βαντίμ και παντρεύτηκε τον αμερικάνο ακτιβιστή Τομ Χέιντεν με τον οποίο απέκτησε ένα γιο, τον Τομ Γκάριτι.

Με τον πατέρα της, 1943


                                «Το σπίτι της αμαρτίας», 1962




                                         Φεστιβάλ Καννών 2011




                            Η Φόντα ήταν έντονα πολιτικοποιημένη

  


                               Με τον ΜΑΙΚΛ ΤΖΑΚΣΟΝ



                      Στη βραβευμένη ταινία «Νιότη», 2011





                        Στη θρυλική ταινία «Μπαρμπαρέλα»



Η μεγάλη επιτυχία τής κωμωδίας «Χρυσοδάχτυλοι της υψηλής κοινωνίας» την επανέφερε στο προσκήνιο και η ταινία τού Φρεντ Τσίνεμαν «Τζούλια» (Julia) απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. 

Η Φόντα, που συμπρωταγωνιστεί στην ταινία με τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ, υποδύεται την ίδια τη Χέλμαν -η οποία, την περίοδο του Μεσοπολέμου, κατάφερε να διασχίσει τη Γερμανία του Χίτλερ μεταφέροντας χρήματα για τον αγώνα των κομμουνιστών κατά του φασισμού- και προτάθηκε για Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου, το οποίο έχασε από την Ντάιαν Κίτον για την ταινία τού Γούντι Αλεν «Ο Νευρικός Εραστής» («Annie Hall»). 

Η τύχη, όμως, βρισκόταν στο πλευρό της Φόντα, η οποία ξαναχτύπησε φλέβα χρυσού την επόμενη χρονιά, πρωταγωνιστώντας στο πλευρό του Γιον Βόιτ στο φιλμ «Ο Γυρισμός» («Coming Home», 1978) που της απέφερε το δεύτερό της Οσκαρ. 

Οι επιτυχίες και οι διακρίσεις συνεχίστηκαν στο τέλος της δεκαετίας του ’70, καθώς ίδρυσε τη δική της εταιρεία παραγωγής και πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως το «Σύνδρομο της Κίνας» («The China Syndrome», 1979) και «Στη Χρυσή Λίμνη» («On Golden Pond», 1981) που ήταν η μοναδική ταινία στην οποία συμπρωταγωνίστησε με τον διάσημο πατέρα της. 

Η δεκαετία του ’80 τη βρήκε να ασχολείται, πέρα από τον Κινηματογράφο και τον ακτιβισμό, με την αεροβική γυμναστική, την οποία έκανε μόδα.

Στην ταινία που της χάρισε το βραβείο Οσκαρ, «Η Εξαφάνιση» (Klute)

Το 1990 η Τζέιν Φόντα πήρε διαζύγιο από τον δεύτερό της σύζυγο, Τομ Χέιντεν, ενώ έναν χρόνο αργότερα, την ημέρα των γενεθλίων της, παντρεύτηκε τον ιδρυτή του ειδησεογραφικού δικτύου CNN, Τεντ Τέρνερ κι αποσύρθηκε από τον χώρο της υποκριτικής. 

Το «Στάνλεϊ και Ιρις» (Stanley & Iris, 1990), με συμπρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ήταν και η τελευταία ταινία που γύρισε τη δεκαετία του ’90. Παρ’ όλα αυτά συνέχισε να είναι ενεργή στον χώρο της αεροβικής γυμναστικής μέχρι και το 1995, όταν έβγαλε την τελευταία της κασέτα.


Με τη Λίλι Τόμλιν στη νέα σειρά του Netflix «Grace and Frankie»



Η νέα χιλιετία βρήκε τη Φόντα να χωρίζει από τον Τεντ Τέρνερ το 2000 και να επιστρέφει στον χώρο της 7ης τέχνης, του θεάτρου, του πολιτικού ακτιβισμού και του αερόμπικ. 

Το 2005 υποδύθηκε την κακιά πεθερά στο ομώνυμο φιλμ («Monster-in-Law») όπου ταλαιπωρούσε την Τζένιφερ Λόπεζ και το 2007 στην ταινία «Σπίτι με κανόνες» («Georgia Rule»). 

Τον Απρίλιο του 2005 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία της με τίτλο «My Life So Far». Είναι δεδομένο, όμως, ότι ένα βιβλίο δεν μπορεί να χωρέσει όλη αυτή τη ζωή – ακόμα κι αν το γράψει η ίδια.

Η ίδια έγραψε στο προσωπικό της ιστολόγιο: «Σκεφτόμουν πρόσφατα πώς γίνεται και τα δάκρυα έρχονται τόσο πιο εύκολα στην επιφάνεια, πια. Και κατάλαβα ότι έχει να κάνει με την ηλικία. Εχω συνειδητοποιήσει τόσο υπέροχα την έννοια του χρόνου, αλλά και πόσο λίγος καιρός μου απομένει, πόσο πολύς είναι πίσω μου και όλα έχουν γίνει τόσο πολύτιμα».

Μια δήλωση για το πιο πολύτιμο Οσκαρ ζωής…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου