Για τους περισσότερους, ο κορωνοϊός σήμανε περιστολή των μετακινήσεων. Για τους κροίσους, όμως, ο πακτωλός χρημάτων σήμανε την ικανότητα να διασχίζουν σύνορα, που παραμένουν κλειστά για τους απλούς πολίτες.
Αυτός είναι ο κόσμος της επενδυτικής μετανάστευσης, εξηγεί το CNN, όπου η χορήγηση διαβατηρίου εξαρτάται από τον πλούτο και την προθυμία του κατόχου του να μεταφέρει τα κεφάλαιά του σε άλλη χώρα του κόσμου.
Τα προγράμματα χορήγησης υπηκοότητας σε εύπορους επενδυτές, όπως και οι «χρυσές βίζες», που προσφέρονται σε αλλοδαπούς πρόθυμους να αγοράσουν ακίνητα στη χώρα, είναι ένας τρόπος με τον οποίο οι πλούσιοι μπορούν να αποκτήσουν νέο διαβατήριο.
Οι συμμετέχοντες στα προγράμματα αυτά, που τείνουν να έχουν περιουσία μεταξύ 2 εκατ. και 50 εκατ. δολαρίων, απολαμβάνουν με τα νέα τους ταξιδιωτικά έγγραφα ελευθερία κινήσεων, φοροαπαλλαγές και πολιτικές ελευθερίες, τις οποίες ίσως να στερούνται στις γενέτειρές τους.
Το ξέσπασμα της πανδημίας, όμως, λειτούργησε ως κίνητρο για πολλές πλούσιες οικογένειες σε όλο τον κόσμο, να αναζητήσουν ασφαλές καταφύγιο μακριά από υγειονομικά επιβαρυμένες χώρες.
Τις καλύτερες ευκαιρίες για πλούσιους επενδυτές, που αναζητούν νέα υπηκοότητα, προσφέρουν τα κράτη της Καραϊβικής, με την υπηκοότητα του Αγίου Δομίνικου ή της Αγίας Λουκίας, να κοστίζουν μόλις 100.000 δολάρια.
Ελαφρώς ακριβότερο αποδεικνύεται το Μαυροβούνιο, που απαιτεί επένδυση 294.000 δολαρίων για τη χορήγηση διαβατηρίου.
Το κόστος επενδυτικού διαβατηρίου στον Καναδά είναι 894.000 δολάρια, ενώ στις ΗΠΑ 900.000 δολάρια.
Αισθητά ακριβότερη είναι η Κύπρος, με το διαβατήριο να κοστίζει 2,5 εκατ. δολάρια σε τραπεζικές καταθέσεις ή σε επένδυση, ενώ η Βρετανία απαιτεί 2,6 εκατ. δολάρια για τη χορήγηση υπηκοότητας.
Το 2017, περίπου 5.000 άνθρωποι απέκτησαν νέα υπηκοότητα χάρη σε τέτοια προγράμματα, αν και ο αριθμός αυτός αναμένεται να ξεπεράσει τις 25.000 μέχρι το τέλος του έτους εξαιτίας της πανδημίας της COVID-19.
Ακόμη, όμως, και για τους βαθύπλουτους η χορήγηση νέας υπηκοότητας μέσω επενδύσεων είναι χρονοβόρα διαδικασία.
Ο ειδικός των υπερπόντιων επενδύσεων Ντόμινικ Βόλεκ, εξηγεί:
«Δεν υπάρχει τρόπος, ακόμη και για τον πλουσιότερο Ρώσο ολιγάρχη, να παραδώσει ένα φάκελο με μετρητά σε έναν πολιτικό και να φύγει με διαβατήριο στην τσέπη του. Ανάλογα με τη χώρα, η διαδικασία μπορεί να απαιτήσει από αρκετούς μήνες έως και χρόνια. Ο αιτών οφείλει να αποκαλύψει την πηγή των κεφαλαίων του και να εξασφαλίσει άδειες και πιστοποιητικά από τη χώρα καταγωγής του. Η Μάλτα, για παράδειγμα, έχει ποσοστό απόρριψης της τάξεως του 20% με 25%, ενώ οι Αρχές της ευρωπαϊκής αυτής χώρας είναι πρόθυμες να απορρίψουν το αίτημα όσων θεωρούν ύποπτους για εγκληματική δραστηριότητα ή διαφθορά».
Το 2018, η οργάνωση Διεθνής Διαφάνεια άσκησε οξεία κριτική στη Μάλτα, την Κύπρο, την Πορτογαλία και την Ισπανία για την «πώληση πρόσβασης στη Ζώνη Σένγκεν ή ακόμη και για τη χορήγηση ευρωπαϊκών διαβατηρίων σε ξένους επενδυτές χωρίς σχεδόν καμία διαδικασία ελέγχου, διαφάνεια ή σεβασμό του διεθνούς δικαίου».
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου