Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Το εργοστάσιο-φάντασμα της Columbia






Το εργοστάσιο των φαντασμάτων βρίσκεται πάντα εκεί. Στη λεωφόρο Ηρακλείου 127. Και το μόνο που μαρτυρά στους νεότερους ότι κάποτε πέρασαν οι πιο αξιόλογοι και διάσημοι καλλιτέχνες, οι πιο ένδοξες νότες του ελληνικού τραγουδιού αλλά και εκατοντάδες επιδέξιοι εργαζόμενοι, είναι η μεταλλική επιγραφή «COLUMBIA» στην κεντρική πύλη του οικοπέδου.




Ριζούπολη, λεωφόρος Ηρακλείου 127. Δίπλα στις γραμμές του τρένου. Στην κυρία είσοδο αναρτημένη μια επιγραφή. Αλώβητη από τον χρόνο. Ταυτόσημη κάποτε με την έννοια του δίσκου. Columbia. 




Η πρώτη φωνογραφική βιομηχανία. Ευρωπαϊκές η «λεοντή» και η ιδιοκτησία, ελληνικό όμως το περιεχόμενο. «Γενικό στρατηγείο» της εγχώριας δισκογραφίας για 60 χρόνια. Από τις πλάκες γραμμοφώνου ώς τα 45άρια και τα LP. Και από 'κεί ώς την κασέτα και τους πρώτους δίσκους compact. 

Μια ολόκληρη κοινωνία πίσω από τα λόγια και τις μουσικές. Στούντιο, μεταγραφή (transfer), γαλβανοπλαστική, πρέσες ­ όλα τα στάδια παραγωγής ενός δίσκου συγκεντρωμένα σε 14 στρέμματα γης.

Σήμερα η σιδερένια πόρτα είναι κλειστή, χορταριασμένες οι αυλές, σπασμένα τα τζάμια. «Κάποτε ο χώρος ήταν γεμάτος ζουμπούλια». Εντονα τα σημάδια της φθοράς και της εγκατάλειψης. 

Τα πάντα σταματημένα στο εσωτερικό των κτιρίων. Οι χώροι άδειοι. Τα εναπομείναντα μηχανήματα ελάχιστα. Σκόρπιες ετικέτες στο πάτωμα. Σε μια γωνιά στοιβαγμένο μαύρο βινύλιο. Είδος προς εξαφάνιση και αυτό μετά την «εισβολή» του λέιζερ. 

Στις αποθήκες, ξεχασμένες λίγες μήτρες. Η ανθρώπινη απουσία αισθητή. Ερημα τα στούντιο. Ανεξίτηλες οι μνήμες. Και οι μουσικές. 

«Σ' αυτό το δωμάτιο διάβασαν τα ποιήματά τους ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος. Εδώ πρωτοτραγούδησαν η Βέμπο, ο Γούναρης, ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης». Τώρα, σιωπή. Αύριο, ίσως ένα καινούργιο πολιτιστικό κέντρο.

1929. Ιδρύεται η πρώτη μονάδα πλήρους παραγωγής δίσκων στην Ελλάδα από την αγγλική εταιρεία Grammophone. Εδρα της ο Περισσός. Διευθύνων σύμβουλος και ιδρυτικό μέλος ο Θεμιστοκλής Λαμπρόπουλος.

1930. Οι ηχογραφήσεις γίνονται με τρόπο «πρωτόγονο» σε ξενοδοχεία ή σε αποθήκες κατάλληλα διαμορφωμένες. 

Στη λεωφόρο Ηρακλείου αρχίζουν να λειτουργούν κάποια τμήματα. Ξεριζωμένοι Ελληνες από τη Μικρασία η πλειονότητα των εργαζομένων. 

Την ίδια χρονιά βγαίνει από τις πρέσες η πρώτη πλάκα σε 78 στροφές, φτιαγμένη από μεικτή πάστα με φούμο, καρβουνόσκονη, οινόπνευμα, γομμαλάκκα και επεξεργασμένο λεπτό χαρτί. Μεσοπόλεμος. 

Στη μικροαστική Αθήνα τον αέρα της Ευρώπης φέρνει ένας «ιθαγενής κοσμοπολίτης» που ξεκίνησε την καριέρα του στο Παρίσι με το ψευδώνυμο Αττίκ: ο Κλέων Τριανταφύλλου. 

Μεσουρανούν το «ελαφρό τραγούδι», το μελόδραμα, η οπερέτα. Στον αντίποδα ο Απόστολος Χατζηχρήστου, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μάρκος Βαμβακάρης. 

Το «βαρύ» ρεμπέτικο ανθεί στις προσφυγικές γειτονιές της Δραπετσώνας, της Κοκκινιάς, του Πειραιά. Οι τύποι του γίνονται χαρακτήρες θεατρικοί στις επιθεωρήσεις της εποχής. Διακωμωδούνται και γοητεύουν το κοινό της προπολεμικής πλατείας. Οχι όμως και τον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. 

«Η πρώτη φορά που είδα μπαγλαμά», θυμάται η Δανάη(Στρατηγοπούλου), ιδεώδης ερμηνεύτρια των μελωδιών του Αττίκ και όχι μόνο, «ήτανλίγο πριν από τον πόλεμο. Φωνογραφούσα όταν ο Αρεταίος ήρθε στο στούντιο και με παρακάλεσε να διακόψω για λίγα λεπτά. Είδα έναν ανθρωπάκο να μπαίνει με ένα προσωπάκι σαν περγαμηνή, μια ρεπούμπλικα απροσδιορίστου χρώματος φορεμένη στραβά και μια κουστωδία από χωροφυλάκους, και να βγάζει από την τσέπη της γκαμπαρντινούλας του ένα πολύ μακρύ "μάνικο" ­ χέρι οργάνου ­ που στο κάτω μέρος του είχε το κυρίως όργανο. Ενα πραγματάκι τόσο δα, όσο μισό λεμόνι. Ηταν ένας ρεμπέτης: ο Μπάτης. Οταν άρχισε να τραγουδά είχε μια φωνή τόσο βραχνή που θα μου μείνει αξέχαστη».

1936. Η δικτατορία του Μεταξά δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια στη δισκογραφία. Κατασκευάζεται το πρώτο επαγγελματικό στούντιο ηχογραφήσεων, το μετέπειτα γνωστό ως Στούντιο ΙΙΙ. Μηχανικός ήχου ο Ευάγγελος Αρεταίος. Φυσιογνωμία ευγενική και άριστος επαγγελματίας. «Από τους ανθρώπους που έφερναν το κατσαρολάκι με το φαγητό τους στο γραφείο». Υπεύθυνος, μαζί με τον «διάδοχό» του Νίκο Κανελλόπουλο, για την εκπληκτική ποιότητα των ηχογραφήσεων της εποχής. 




«Οι γραμμοφωνήσεις από τότε ώςκαι τα μέσα του '50 γίνονται σε κερί», θυμάται ο Γιώργος Βίτσος, τεχνικός στο εργοστάσιο της Columbia από το 1948. «Ενα πολύ σκληρό μείγμα με λεία επιφάνεια. Στοστούντιο υπήρχαν δύο μικρόφωνα: ένα για τους μουσικούς και ένα για τον τραγουδιστή ­ τοποθετημένο λίγο μακρύτερα συνήθως, για να παίρνει η φωνή χώρο. 




Οι καλλιτέχνες έπαιζαν όλοι μαζί. Ο ήχος περνούσε από μια μικρή κονσόλα ελέγχου και γραφόταν κατευθείαν στο κερί. Ο "μηχανικός" έβλεπε με έναν φακό τη χάραξη, αν δηλαδή τα αυλάκιαήταν ομοιόμορφα και όχι αλλού βαθύτερα κι αλλού ρηχότερα. Ελεγε το "οκέι" και στησυνέχεια πήγαινε στο transfer». 

Δύο τα γκρουπ εταιρειών της δεκαετίας: Columbia - HisMaster's Voice και Odeon - Parlophone. Θα ορίσουν την ελληνική δισκογραφία ώς και τα τέλη του '50. 

Στις επιλογές του ρεπερτορίου τους σπουδαίοι μουσικοσυνθέτες της προσφυγιάς: Παναγιώτης Τούντας, Σπύρος Περιστέρης, Δημήτρης Σέμσης (Σαλονικιός), αλλά και Κώστας Γιαννίδης, Μιχάλης Σουγιούλ, Θεόδωρος Παπαδόπουλος, Νίκος Χατζηαποστόλου. 

Τα τεχνικά μέσα φτωχά. Οι δυσκολίες της φωνοληψίας μεγάλες. «Δεν μπορούσαμε να ακούμε συγχρόνως την ηχογράφηση», τονίζει ο συνθέτης λαϊκών τραγουδιών και μαέστρος στην Columbia από το 1953 ως το 1963 Θόδωρος Δερβενιώτης. 

«Οταν γινόταν λάθος ήμασταν αναγκασμένοι να πάμε ξανά απ'την αρχή. Χάναμε χρόνο και χρήματα γιατί το κάθε κερί στοίχιζε ακριβά. Σήμερα έναςπεπειραμένος μουσικός μπορεί να βρει χίλια λάθη σε μια πλάκα απ' αυτές. Ποιότητα ακουστικής όμως δεν θα ξαναβρεί τέτοια». Οι γραμμοφωνήσεις της εποχής περνάνε στην ιστορία.




1940. Κατοχή. Το προσωπικό συρρικνώνεται. Πείνα και φόβος. Ο Αρεταίος ­ τεχνικός διευθυντής πια ­ φυλακίζεται για την παραγωγή δίσκων της Σοφίας Βέμπο που... σατίριζαν τον Μουσολίνι. Το τυπογραφείο ανατινάζεται. Φημολογείται ότι τύπωναν σε αυτό αντιστασιακό υλικό. 

Μετά τον πόλεμο το μπουζούκι γίνεται αποδεκτό σε ευρύτερους κοινωνικούς χώρους. Δίπλα στη Βέμπο, στη Μελάγια, στον Μαρούδα και στον Γούναρηείχε κάνει λίγα χρόνια νωρίτερα την εμφάνισή του ένα αξέχαστο δίδυμο, ο Στέλιος Περπινιάδης και η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, που σχολιάζει χαρακτηριστικά: 

«Το ρεμπέτικο εξευγενίζεται. Τα τραγούδια βγαίνουν απ' την ψυχή. Μιλάνε για την αγάπη, τον πόνο, τη φτώχεια, τη μιζέρια, την ξενιτιά. Σήμερα, πού τα αντικρίζεις αυτά; Στο εργοστάσιο σεβόταν ο ένας τον άλλον. Οταν χαλούσαμε πολλά κεριά, ο Αρεταίος νευρίαζε αλλά ναβρίσει δεν ήξερε». 

«Οι μουσικοί τελείωναν από τα κέντρα τις πρωινές ώρες και πήγαινανκατευθείαν στο στούντιο», θυμάται ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Γιάννης Σταματίου ή «Σπόρος» όπως τον ονόμασε ο Μανώλης Χιώτης. 

«Οταν ο καιρός ήταν ζεστός, ανοίγαμετην πίσω πόρτα και περιμέναμε να αρχίσει το νταβαντούρι. Είχαμε ένα πιάνο με ουρά,σκεπασμένο πάντα με πανί. Είχαμε και δυο-τρεις πάγκους 1Χ1 μ. όπου έπαιζαν οι μουσικοί.Τους ένωνα, ξάπλωνα πάνω και σκεπαζόμουνα με το πανί». 

Και συνεχίζει: «Οι ηχογραφήσεις άρχιζαν στις 8.00 το πρωί. Ηταν μια ολόκληρη ιεροτελεστία. Δεν πηγαίναμε για τα χρήματα, έπαιζε ρόλο το μεράκι. Τα τραγούδια βγαίνανε ψυχωμένα. Οχι μηχανικά,πλαστικά. Η μαγκιά βέβαια ήταν να τα παίξεις μια κι έξω, από το Α ως το Ω».

 Στο στούντιο πήγαιναν σχεδόν έτοιμοι. «Οι πρόβες γίνονταν τότε στο σπίτι του συνθέτη, ο οποίος δούλευε όπως ο ράφτης», περιγράφει ο Θ. Δερβενιώτης. «Εραβε πάνω στο "σώμα", από το οποίο είχε πάρει μέτρα. Γι' αυτό και δένανε τα τραγούδια με τους τραγουδιστές».




1955. Η Columbia εξελίσσεται τεχνολογικά. Στο στούντιό της ηχογραφούν όλες οι δισκογραφικές εταιρείες. Αρχίζει η συνεργασία και με άραβες παραγωγούς. 

«Ερχονταν με τις παραδοσιακές ενδυμασίες τους για να ηχογραφήσουν. Στο ευρύτερο κομμάτι της Ανατολικής Μεσογείου δεν υπήρχε ανάλογο εργοστάσιο», τονίζει ο Δ. Φεργάδης, τεχνικός τότε στο εργοστάσιο και διευθυντής συντονισμού στη σημερινή Minos-ΕΜΙ. 

Την ίδια χρονιά στο «γενικό στρατηγείο» της ελληνικής δισκογραφίας συντελείται μια μεγάλη μεταβολή που έμελλε να καθορίσει το μέλλον της: βγαίνει ο πρώτος δίσκος extended play 45 στροφών. 

«Από τις 16 πρέσες που έβγαζαν 78άρια μετατρέψαμε τις τέσσερις.Τοποθετήσαμε καινούργια καλούπια. Το νέο υλικό ερχόταν από το εξωτερικό. Ηταν έναθερμοπλαστικό είδος. Λεγόταν βινύλλιο και έμοιαζε με τον τραχανά», περιγράφει ο Γ. Βίτσος. «Το ζεσταίναμε σε υψηλές θερμοκρασίες και το βάζαμε στις πρέσες».




Το πρώτο 45άρι ήταν το «Mexican Fiesta», ένα ορχηστρικό κομμάτι με ασπρόμαυρη ετικέτα Odeon. «Ο κόσμος το είδε με φόβο. Είχε γραμμόφωνα. Δεν ήθελε να τα πετάξει για να πάρει πικ-απ. Γι' αυτό και τον πρώτο χρόνο η παραγωγή ήταν περιορισμένη. Δεν ξεπέρασε τα 1.800 κομμάτια, μεταγραφές τα περισσότερα από τις πλάκες γραμμοφώνου».Τον Οκτώβριο του 1958 βγαίνει το πρώτο αυθεντικό 45άρι, ενώ ως το 1959 οι μεγάλες εταιρείες δεν εγκαταλείπουν την κυκλοφορία δίσκων και σε 78 στροφές.

Στον μουσικό χώρο το ρεμπέτικο «εξελίσσεται» σε γνήσιο λαϊκό. Είναι η εποχή του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Χιώτη, του Μητσάκη, του Καλδάρα. 

«Οι λαϊκοίσυνθέτες ήταν πρακτικοί», τονίζει ο Ι. Σταματίου. «Πολλές φορές μού έδιναν σκελετούςμόνο της μελωδίας. Παρτιτούρες δεν υπήρχαν. Μεγάλο βάρος έδιναν στον στίχο. Εβγαινε από την ψυχή του λαού, που τότε υπέφερε. Η ορχήστρα έπαιζε στο στούντιο όπως και στο πάλκο. 

Τα λαϊκά μαγαζιά ήταν τα καμπαρέ τού τότε. Με στολίδι ένα μπουζούκι από το άπειρο. Οι "κορσέδες" μάς ζήλευαν γιατί δουλεύαμε όλη τη σεζόν, ενώ εκείνοι όχι». Στην απέναντι όχθη ο Μουζάκης, ο Κορίνθιος, ο Σμυρναίος, ο Βέλλας, ο Κατριβάνοςσυνεχίζουν την παράδοση του Αττίκ. Το μπουζούκι όμως έχει πλέον εισχωρήσει και στις δικές τους ορχήστρες. 

Τα αρχοντορεμπέτικα «κλέβουν την παράσταση» ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Το χάσμα ανάμεσα στο «ελαφρό» και στο «λαϊκό» μικραίνει, αλλά δεν παύει να υπάρχει. 

«Οι "ευρωπαϊστές" ήταν μορφωμένοι, απόφοιτοι ωδείου οιπερισσότεροι, με σπουδές 10-15 χρόνων», θυμάται η Ελίζα Μαρέλλη, μια από τις μεγαλύτερες φωνές του ευρωπαϊκού τραγουδιού που ξεκίνησε την καριέρα της το 1956, προλαβαίνοντας και τις τελευταίες ηχογραφήσεις με κερί. 

«Ο τραγουδιστής τότε έπρεπε να είναι ήρωας. Απορώ πώς βγήκαν αυτά τα αριστουργήματα. Ισως γιατί σε κάθε ερμηνευτήυπήρχε το πάθος». Στο στούντιο εμφανίζεται το κουβούκλιο με τις τρεις πλευρές. Η φωνή έχει τώρα τη δυνατότητα να απομονώνεται από την ορχήστρα.

1961. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγουδά στον «Επιτάφιο» του Μίκη Θεοδωράκη. Πρώτος δίσκος μακράς διαρκείας (LP). Την ίδια εποχή ο Μίμης Πλέσσας σπάει το «μονοπώλιο» της Columbia με τη δημιουργία του πρώτου ιδιωτικού στούντιο ηχογραφήσεων στη Στοά Νικολούδη. 




Χρόνια της «έντεχνης» λαϊκής δημιουργίας και των συναυλιών. Ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Γκάτσος και ο Ρίτσος συναντούν τον Χατζιδάκι,τον Μαρκόπουλο και τον Ξαρχάκο. Αρχίζει η υπερπαραγωγή. 

«Οι δημιουργοί είναι τώρα υποχρεωμένοι να γράφουν 12 τραγούδια. Ερχεται ο κορεσμός», υποστηρίζει ο Ι. Σταματίου. «Παλαιότερα κυκλοφορούσαν δέκα δίσκοι των 45 στροφών τον μήνα με 20 λαϊκά τραγούδια, τρεις - τέσσερις με ελαφρά, δύο με δημοτικά και ένας με κρητικά. Ο συνθέτης ήταν επομένως υποχρεωμένος να φτιάξει κάτι ποιοτικό για να κάνει επιτυχία».

1964. Εγκαινιάζονται τα υπερσύγχρονα Στούντιο Ι και ΙΙ και γίνεται η πρώτη στερεοφωνική ηχογράφηση. «Οταν μπαίνουν οι κονσόλες με τα πολλά κανάλια, όλα πλέον είναι στημένα, εγκεφαλικά», επισημαίνει ο Στέλιος Γιαννακόπουλος, μηχανικός ήχου στο εργοστάσιο από το 1962. 

«Προκειμένου να διασώσουμε τη φρεσκάδα του τραγουδιστή εφαρμόσαμε το σύστημα playback. Οι παρτιτούρες κάνουν την εμφάνισή τους και στις λαϊκές συνθέσεις. Η ορχήστρα του πάλκου δεν αρκεί για να αποδώσει τα τραγούδια στον δίσκο, πρέπει να εμπλουτιστεί. Προβάλλει η ανάγκη της ενορχήστρωσης, κάτι που απαιτεί καλές γνώσεις της μουσικής και των οργάνων. Παράλληλα αλλάζει και το τελικόαποτέλεσμα της ηχογράφησης. Ως τότε έπρεπε να είναι "παγώνι", όπως έλεγε ο ΓρηγόρηςΜπιθικώτσης. 

Δηλαδή η φωνή να είναι στην κεφαλή και η ορχήστρα απλωμένη πίσω. Σιγά σιγά καταφέραμε να πάρουμε από το βάθος την ουρά του "παγωνιού" και να την κάνουμε βεντάλια, πίσω ακριβώς από τα αφτιά και την κόμη του ερμηνευτή».

1970. Οι καιροί της «μεγάλης αγρύπνιας». Παράγεται η πρώτη ηχογραφημένη κασέτα. «Οταν μεταγράφαμε ένα τραγούδι στο transfer είχαμε δίπλα μας τους στίχους που είχαν εγκριθεί από την "Επιτροπή Ελέγχου". Αυτό συνέβαινε ακόμη και στα δημοτικά και στα θρησκευτικά. Κανένας δίσκος δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει αν δεν είχε αριθμό αδείας»,θυμάται ο Γ. Βίτσος. 

«Ηταν δύσκολα χρόνια. Οι εργαζόμενοι φοβούνταν. Στον νου μου έρχεται ο Κώστας Βάρναλης. Την εποχή εκείνη δεν είχε πια δικαιώματα στους δίσκους του.Λίγοι ήταν αυτοί που τον πλησίαζαν για να του πουν μια κουβέντα ή μια "καλημέρα"», μας λέει ο Δ. Φεργάδης. «Κάθε φορά λοιπόν που τον ρωτούσα τι κάνει, έβαζε το χέρι στ' αφτίκαι μου απαντούσε: Μαύρη μαυρίλα εδώ, παιδί μου».




1977. Αρχίζει η λειτουργία του μεγάλου λιθογραφείου. Οι 33 στροφές εκτοπίζουν σιγά σιγά τις 45. Το τελευταίο δισκάκι βγαίνει το 1980. Η ζήτηση αυξάνεται. Το προσωπικό της Columbia φθάνει τα 460 άτομα και δουλεύει φουλ τρεις βάρδιες. Το 1977 το εργοστάσιο παίρνει την 75η θέση στις πιο συναλλαγματοφόρες εξαγωγικές εταιρείες της Ελλάδας. Εναν χρόνο αργότερα ιδρύει το πλέον σύγχρονο κέντρο διανομής.




1990. Στις 30 Απριλίου η ΕΜΙ, η δισκογραφική εταιρεία στην οποία ανήκουν οι εγκαταστάσεις, εστιάζει το ενδιαφέρον της στην εμπορία και προώθηση των δίσκων. Το παραγωγικό - βιομηχανικό τμήμα μένει ανοιχτό σε ορισμένες μόνο χώρες της Ευρώπης. Η Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτές. Στα κτίρια της λεωφόρου Ηρακλείου μπαίνει λουκέτο. «Πάμε βόρεια» με τον Νίκο Νομικό η τελευταία εκτύπωση σε πρέσα του εργοστασίου.

1996. Στον Περισσό απομένουν οι οικονομικές υπηρεσίες και το κέντρο διανομών της σημερινής Minos-ΕΜΙ. «Θα έπρεπε οι χώροι αυτοί να μην καταστραφούν», τονίζει ο Δ. Φεργάδης. «Για κάποιους ίσως να μην παρουσιάζουν ενδιαφέρον από πλευράς αρχιτεκτονικής. Θα μπορούσαν όμως να χρησιμοποιηθούν ως χώροι συναυλιών ή και γενικότερα πολιτιστικών εκδηλώσεων».





Πλούσιο φωτορεπορτάζ και ιστορίες από τον χώρο που κάποτε μεσουρανούσαν τα σημαντικότερα ονόματα της ελληνικής μουσικής

Γυρίζοντας κάποια -αρκετά μάλλον- χρόνια πίσω, ο Γιώργος Ζαμπέτας περνούσε για μία ακόμα ημέρα την πόρτα στα στούντιο της Columbia στη Ηχογραφούσε τότε έναν από τους δίσκους του, διαδικασία η οποία συνήθως απαιτούσε μέρες. Ίσως και μήνα ολόκληρο…

Την ίδια εποχή ήταν της μόδας η μετάφραση ξενόγλωσσων τραγουδιών από τα γαλλικά και τα ιταλικά, στα ελληνικά, ενώ κάποιοι Έλληνες τραγουδιστές τα έντυναν με τη φωνή τους. 


Σε ένα από αυτά ο άνδρας και η γυναίκα αντάλλασσαν λόγια αγάπης και αφοσίωσης: «Je t’aime», ομολογούσε ο ηδυπαθής εραστής στα γαλλικά. 

Ο Μίμης Κανής, ηχολήπτης της Columbia, σκέφτηκε τότε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να κάνει πλάκα στο Ζαμπέτα. Ο συνθέτης ήταν έτοιμος για να ξεκινήσει η εγγραφή και ο ηχολήπτης, πάτησε τα κουμπιά στην κονσόλα.





Ξαφνικά ακούστηκε ένα γαλλικό τραγούδι μεταφρασμένο στα ελληνικά. Ο Ζαμπέτας κατάλαβε ότι του έκαναν πλάκα, παρόλ’ αυτά δεν διέκοψε την έγγραφή. Ταυτόχρονα ακουγόταν η μεταφρασμένη εκδοχή του τραγουδιού, και η γυναίκα ερμηνεύτρια ρωτούσε τον άνδρα: «Έλα… ποιος είναι;». Ο Ζαμπέτας από το στούντιο μόλις το άκουσε, είχε έτοιμη την ατάκα: «Εγώ είμαι μωρή καρ……λα!», απάντησε ο αθυρόστομος Ζαμπέτας.

Συναντηθήκαμε με τον Κανή, στη Νέα Φιλαδέλφεια, στο καφενείο που συχνάζει. Του ζήτησα να θυμηθεί τα χρόνια της Columbia. Αν δεχτούμε ότι την ιστορία την γράφουν οι παρέες, τότε το περιστατικό με τον Ζαμπέτα, περιγράφει ότι για τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε το ελληνικό τραγούδι, δεν ευθύνεται μόνο ο επιτυχημένος επιχειρηματικός σχεδιασμός, ούτε η έμπνευση των δημιουργών. Το κλίμα ήταν τέτοιο που έδινε αμέσως ώθηση σε ό,τι γεννιόταν.





Έτσι, η πρώτη κάθετη μονάδα παραγωγής δίσκων δημιουργήθηκε στον Περισσό το 1928. Ο πρώτος δίσκος θα έβγαινε στην αγορά λίγο αργότερα, το Δεκέμβριο του 1930.

Στις εγκαταστάσεις ετοίμαζαν αρχικά τους δίσκους οι δισκογραφικές εταιρείες Columbia, His Master Voice (αργότερα μετονομάστηκε σε Columbia-EMI), αλλά και οι ανταγωνιστές, Odeon και Parlophone.





Το εργοστάσιο αφού κατέγραψε 78 χρόνια ζωής, κατεδαφίστηκε το Μάιο του 2006, εν μέσω αντιδράσεων και πολιτικών αντιπαραθέσεων άνευ ουσίας όπως αποδείχθηκε. Τα σχέδια για την ανέγερση μουσείου ελληνικής μουσικής στην Columbia, δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.

Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την κατεδάφιση των ιστορικών στούντιο της εταιρείας, διέμεναν εκεί πρόσφυγες, ενώ σήμερα δεν συναντά κανείς παρά εικόνες εγκατάλειψης εκεί που κάποτε ο ηχούσε ο παλμός της ελληνικής μουσικής – και όχι μόνο – παραγωγής τραγουδιών.





Ο Ζαμπέτας και η τηλεόραση


«Άλλη μία φορά γύριζε ο Ζαμπέτας με την κομπανία του από περιοδεία στη Γερμανία. Ένας από τους μουσικούς κουβαλούσε μία τηλεόραση. Για να την περάσουν όμως στην Ελλάδα τηλεόραση έπρεπε να πληρώσουν δασμούς. Κι εκείνος δεν είχε πληρώσει τίποτα», θυμάται ο Μίμης Κανής.

«Κάποια στιγμή τους σταμάτησαν στον έλεγχο. Μπήκε στη μέση ο Ζαμπέτας και άρχισε να φωνάζει στο μουσικό του: “Αμάν ρε, όλο ρεζίλι με κάνετε!!! Με ξεφτιλίζετε! Δεν σας μπορώ πια”. Εν τω μεταξύ ο Γιώργος είχε πιάσει τον χαβαλέ με τους τελωνειακούς. “Άντε πάρ’ την από ‘δω και φύγε ρε με την τηλεόραση”, φώναξε στο μουσικό του. Κι έτσι πέρασε τον έλεγχο κάτω από τα ρουθούνια των τελωνειακών», συνεχίζει.

Ο Κανής μπήκε στην Columbia όταν οι παλιοί άρχισαν να κουράζονται και σταδιακά να αποσύρονται από το επάγγελμα. Ήταν εμπειρικός σπουδαστής, καθώς έμαθε την τέχνη δίπλα σε προγενέστερους ηχολήπτες.

«Όταν πήγαμε δεν ξέραμε τη δουλειά, δεν είχαμε ξαναδεί κονσόλα. Υπήρχαν κάποιες σχολές ραδιοφωνίας, αλλά στην πραγματικότητα τριφτήκαμε δίπλα στους παλιούς. Σταδιακά περάσαμε από τις μονοφωνικές κονσόλες στις οκτακάναλες και ζήσαμε την εξέλιξη. Η Columbia διέθετε το μοναδικό στούντιο ηχογράφησης στην Ελλάδα και το μοναδικό εργοστάσιο των Βαλκανίων”, λέει ο Μίμης Κανής.





Όλα στο χέρι…

«Όλα τότε γίνονταν στο χέρι. Κι αργότερα, όταν ήρθε η πρώτη κονσόλα οκτώ καναλιών μιλούσαμε για άθλο. Για να μοντάρουμε τότε έπρεπε να κόψουμε την ταινία και αμέσως να βάλουμε ένα σημάδι στην κεφαλή. Πολλές φορές ερχόταν ο τραγουδιστής και μπορεί να έλεγε το τραγούδι ακόμα και 20 φορές. Ο παραγωγός κρατούσε από την πρώτη ηχογράφηση ένα ρεφρέν, από τη δεύτερη ένα κουπλέ, από την τρίτη κάτι άλλο. Έτσι μοντάραμε τα τραγούδια».

Ο ίδιος μπήκε για πρώτη φορά στα στούντιο της Columbia τη δεκαετία του ’70. Γνώρισε όλους τους μεγάλους. Και Καζαντζίδη και Βαμβακάρη. Και ποιον δεν γνώρισε… «Ο Μάρκος καθόταν σε μία καρεκλίτσα και έπαιζε», θυμάται.

Ωστόσο ο Κανής δέθηκε με τη νεότερη γενιά καλλιτεχνών. Με όλους εκείνους που στιγμάτισαν το ελληνικό τραγούδι τα τελευταία σαράντα χρόνια. 


«Είχαμε ιδιαίτερα στενή σχέση με τη Χαρούλα και το Νταλάρα. Η Χαρούλα με πάντρεψε, ενώ με το Γιώργο είμαστε συνομήλικοι και κάναμε παρέα. Συχνά με φώναζε να πάμε σε μια ταβέρνα παρέα πριν ή μετά την ηχογράφηση».
«Ηχογραφούσαμε από δημοτικό μέχρι συμφωνική μουσική»

Από τα δύο μεγάλα στούντιο της Columbia περνούσαν όλα τα είδη ρεπερτορίων. «Ξεκινούσαμε να γράφουμε δημοτικά το πρωί και καταλήγαμε να γράφουμε το βράδυ συμφωνική ή ηλεκτρονική μουσική με τους Αδάμη και Παπαϊωάννου», λέει ο Κανής.

Μερικοί καλλιτέχνες όπως ο Λοΐζος ή ο Νταλάρας ήταν ιδιαίτερα σχολαστικοί με το αποτέλεσμα της φωνοληψίας. Έτσι έλεγαν οι παλιοί την ηχοληψία: φωνοληψία. 

Ο Λοϊζος σύμφωνα με τον άλλοτε ηχολήπτη της Columbia περνούσε πολλές ώρες στο στούντιο. Όταν ηχογραφούσαν το Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας οι μουσικοί έπαιζαν από τις 11 το πρωί έως τις 6 το απόγευμα που τελείωνε η βάρδιά τους. 

Τελικά ο Λοΐζος, αποφάσισε να κρατήσει την πρώτη ηχογράφηση, εκείνη των 11. Τότε μάλιστα οι μουσικοί έφυγαν αμέσως μετά την ηχογράφηση για να πάνε στα μαγαζιά που δούλευαν, τα οποία ήταν ανοιχτά επτά ημέρες την εβδομάδα.





Υπήρχαν όμως και καλλιτέχνες όπως ο Διονυσίου, οι οποίοι τα έλεγαν μία κι έξω, δεν το πολυέψαχναν. Τους έβγαινε αμέσως», προσθέτει ο Μίμης Κανής.

Στην αρχή λοιπόν κάναμε λόγο για τις παρέες. Υπήρχε όμως και η εργοδοσία. Καλοπλήρωνε με απόλυτη συνέπεια όλους τους εργαζόμενους.

«Περνούσαμε καλά, παίρναμε τα λεφτά μας στην ώρα τους, δουλεύαμε τις υπερωρίες μας. Τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα ήμαστε αραχτοί γιατί τα τραγούδια πήγαιναν στα πιεστήρια. Νωρίτερα όμως δουλεύαμε σαν τα σκυλιά. Έπρεπε να φτάσουν το συντομότερο οι δίσκοι στο πιεστήριο, και να βγουν στο εμπόριο για να πάει ο κόσμος να ψωνίσει στις γιορτές».


Η πειρατεία, τα μαγνητοφωνάκια και οι κασέτες


Όσο για την πειρατεία, ήταν υπαρκτή από τότε. Τουλάχιστον από την επικράτηση της κασέτας και ύστερα.

«Ορισμένοι είχαν κάτι τετράγωνα κασετόφωνα, δεν ξέρω αν τα θυμάσαι… Αγόραζαν μία κασέτα, έστηναν στη σειρά 40 κασετόφωνα, τα οποία έγραφαν ταυτόχρονα», σύμφωνα με τον Κανή.

Η ιστορία του τραγουδιού στην Ελλάδα, καταγράφει και εξαιρετικές περιπτώσεις. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου είναι μία τέτοια ειδική περίπτωση. Πουλούσε τους στίχους των τραγουδιών της όσο όσο για να έχει λεφτά να τα παίξει στο τζόγο.

«Έλεγε: “δώσε μου έξι κατοστάρικα και μη με ζαλίζεις με πνευματικά δικαιώματα και ιστορίες”. Δεν την ένοιαζε. 

Υπήρχαν επίσης πολλοί καλλιτέχνες που τους εκμεταλλεύονταν οι άλλοι, καθότι μερικοί συνάδελφοί τους έπαιρναν τα τραγούδια τους και τα έκαναν δικά τους. Πού να πας στα δικαστήρια τότε; Σκέψου ότι σε πολλά νησιώτικα ή δημοτικά τραγούδια έγραφαν κάποιοι το όνομά τους. Όποιος προλάβαινε κι έγραφε το όνομά του στο τραγούδι, εκείνος εισέπραττε τα δικαιώματα στη συνέχεια», περιγράφει ο ηχολήπτης.




Ο μόνος που έβαζε το όνομα της Ευτυχίας στα τραγούδια ήταν ο Καλδάρας.

Τα γεγονότα μαρτυρούν ότι ο μόνος, ο οποίος έβαζε το όνομά της στα τραγούδια ήταν ο Απόστολος Καλδάρας. Και ο μοναδικός, ο οποίος παραδέχτηκε - έστω και μετά το θάνατό της - ότι κάποια τραγούδια δεν ήταν δικά του αλλά της Παπαγιαννοπούλου, ήταν ο Καζαντζίδης.


Όταν ο Μπιθικώτσης δεν ήθελε να τραγουδήσει


Στις πρώτες ηχογραφήσεις έμπαινε ολόκληρη η ορχήστρα μέσα, δεδομένου ότι δεν υπήρχε το μιξάζ τα πρώτα χρόνια.

«Θυμάμαι τον συγχωρεμένο τον Νίκο Κανελλόπουλο - ιστορικός ηχολήπτης της Columbia - να μου λέει πως όταν γράφηκε το Άξιον Εστί είχε έρθει στο στούντιο η χορωδία, η ορχήστρα της ΕΡΤ, ο Μπιθικώτσης. 

Στο στούντιο λοιπόν υπήρχε ένα καμαράκι για τους τραγουδιστές επάνω και μία σάλα κάτω για τους υπόλοιπους συντελεστές. Όλοι όμως είχαν οπτική επαφή μεταξύ τους. Έπρεπε τότε να τραγουδήσει ο Μπιθικώτσης. 

Ξαφνικά τα πλάνα του άλλαξαν: “Δεν μπορώ να τραγουδήσω, δεν είναι καλά η φωνή μου”, άρχισε να διαμαρτύρεται. Τότε έπιασε ο Θεοδωράκης τον Κανελλόπουλο και του ζήτησε να μεσολαβήσει. Οι καλλιτέχνες άκουγαν τους τεχνικούς. Τους σέβονταν. Και τελικά ο Κανελλόπουλος, αφού είπε και δυο ωραία λόγια για να… ανεβάσει τον Μπιθικώτση, κατάφερε να τον ρίξει!»


«Ωραιότερες χαμηλές από του γύφτου δεν υπήρχαν»

Ο Κανής μιλάει και για τον Μανώλη Αγγελόπουλο. «Μεγάλη φυσιογνωμία. Και πάντα ντυμένος στην πένα. Κυκλοφορούσε με κοστούμι, ποτέ δεν θα τον έβλεπες με πουλοβεράκι. Όλα ήταν ραμμένα πάνω του. Δεν άφηνε ποτέ την εμφάνισή του στην τύχη. 

Τέλος πάντων… Φωνητικά; Ωραιότερες χαμηλές δεν υπήρχαν από αυτές του γύφτου! Τεράστιος. Αλλά και ο Καζαντζίδης, όταν άνοιγε τα ρουθούνια του, τα ποντιακά, που ήταν σαν ηχεία, χανόσουν. 

Και ο Γρηγόρης… Ο Μπιθικώτσης συνήθιζε να λέει για τον Καζαντίδη: “Αυτός είναι της χωροφυλακής κι εγώ της αστυνομίας πόλεων”», με κοιτάζει ο Κανής και συνεχίζει την αφήγηση, φέρνοντας στην επιφάνεια τις αναμνήσεις του.





Το… μαύρο και ο σκύλος ο χασικλής

Ως γνωστόν οι παλιοί φούμαραν μαύρο. Πολύ μαύρο. Και είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα που αναφέρει ο Κανής. «Όταν υπήρχε το στούντιο 3, ήταν ένας μαύρος σκύλος που ξάπλωνε εκεί. Και οι καλλιτέχνες τον είχαν κάνει χασικλή. Μη πούμε ονόματα τώρα… 

Έβγαζαν το τσιγάρο, κι ο σκύλος πήγαινε μπροστά και άπλωνε τη μούρη του για να του φυσήξουν τον καπνό. Ακόμα και στο στούντιο κάπνιζαν χασίς ασταμάτητα. Ορισμένοι, όχι όλοι. Έτυχε μία φορά να φύγω από ηχογράφηση στις 2.30 το πρωί πιο μαστούρης από αυτούς. Παραπατούσα!».


«Πετούσαν τις μήτρες των δίσκων με το σωρό στα σκουπίδια»

Όπως παραδέχεται αν και το σπίτι του είναι κοντά, σπάνια τον βγάζει ο δρόμος εκεί. «Μια μέρα πέρασα από την Columbia. Είδα μια γυναίκα που δούλευε στο στούντιο. Καθόταν και κοίταζε τα μπάζα, πριν ακόμα τα μαζέψουν… Ούτε που σταμάτησα. Έφυγα. 

Πώς το έκανε ο Μάτσας αυτό και αποφάσισε να το γκρεμίσουν. Δεν το πιστεύω. Να σου θυμίσω ότι έχει μέρος της ιδιοκτησίας του οικοπέδου. Γκρέμισε ένα μνημείο και μαζί την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ένα θα σου πω: 

Όταν έκλεινε το εργοστάσιο πετούσαν τις μήτρες στα σκουπίδια με το σωρό. Για να μην τις αντιγράψουν, κράτησαν ορισμένους εργαζόμενους στον ένα μήνα που χρειάστηκε να κλείσει η εταιρεία, για να τις κόβουν. Περνούσε ο σκουπιδιάρης και μάζευε κομμένες τις μήτρες των δίσκων! 

Ολοκληρωτική καταστροφή! Και να σκεφτείς ότι αυτό είναι το εργοστάσιο που κάποτε στο στούντιο 3 είχαν συλλάβει τον ιστορικό ηχολήπτη και τεχνικό διευθυντή της, Ευάγγελο Αρεταίο, οι Γερμανοί. Τον οδήγησαν στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας, καθώς έγραφε τραγούδια της Βέμπο. Αυτά πήγαν και γκρέμισαν», μονολογεί με πικρία.





Οι παραλίγο σωτήρες…



Κάποιοι προσπάθησαν να σώσουν το εργοστάσιο από την κατεδάφιση. Και λίγο έλειψε να τα καταφέρουν. Ένας από αυτούς ήταν και ο κοινωνιολόγος, Δημήτρης Υφαντής, ο οποίος συμμετείχε στην πρωτοβουλία κατοίκων και καλλιτεχνών για την αξιοποίηση του εργοστασίου.

«Στόχος ήταν να αξιοποιηθεί το οικόπεδο με χρήματα από το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Ωστόσο υπήρχαν αρκετοί ιδιοκτήτες στο συγκεκριμένο οικόπεδο. Επρόκειτο για τέσσερις μεγαλύτερες ιδιοκτησίες και δύο μικρότερες. 

Ένα κομμάτι ανήκε στον Πανάγιο Τάφο, ένα άλλο στη ΔΕΗ, ένα στον Ερυθρό Σταυρό και ένα στην Columbia, το οποίο περιήλθε στην ιδιοκτησία του Μάκη Μάτσα», εξηγεί ο Δημήτρης Υφαντής.




«Το συγκεκριμένο εργοστάσιο ήταν από τα λίγα του είδους του παγκοσμίως, καθότι αποτελούσε κάθετη βιομηχανία ηχογράφησης, παραγωγής και διακίνησης του ηχητικού αποτελέσματος. 

Στα Βαλκάνια ήταν το μοναδικό με δεδομένο ότι υπήρχε ένα ακόμα στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο είχε κλείσει ήδη. 

Η Columbia κατασκεύασε το εργοστάσιο στον Περισσό προκειμένου να καλύψει εμπορικά ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι έφτασε να έχει κάποια στιγμή 350 εργαζόμενους, ενώ αναπτυσσόταν διαρκώς ως εταιρεία με νέες προσθήκες εξοπλισμού και υλικών».





Το πρώτο 33άρι, δίσκος του Τσιτσάνη το 1960


Το πρώτο 33άρι που βγήκε από το εργοστάσιο ήταν του Τσιτσάνη το 1960. Ταυτόχρονα είχε δημιουργηθεί λιθογραφείο για τα εξώφυλλα και φυσικά στούντιο ηχογράφησης. 

Οι Άγγλοι ιδιοκτήτες της εταιρείας έκριναν ότι η εγκατάσταση της Columbia σε μία χώρα με σημαντική παραγωγή τραγουδιών, θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα οικονομικά τους συμφέροντα.





Το ΣτΕ ανακάλεσε την αρχική του απόφαση

Η ομάδα για τη διάσωση της Columbia προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας να κριθεί διατηρητέο το εργοστάσιο όταν γκρεμίστηκε. Τα… γεγονότα όμως είχαν διαφορετική άποψη για τον ιστορικό χώρο.

Το ΣτΕ ακολούθησε τον ίδιο δρόμο με εκείνον που ακολούθησε στην περίπτωση των προσφυγικών της Αλεξάνδρας. «Έτσι, ενώ αρχικά η απόφασή του ήταν υπέρ μας, αργότερα την αναίρεσε», αναφέρει ο Δημήτρης Υφαντής.





«Η αρχική απόφαση σημείωνε ότι επρόκειτο για ενιαίο χώρο - με εξαίρεση κάποια κτίρια, τα οποία δημιουργήθηκαν στη συνέχεια. Πρόσθετε ότι η ιστορία δεν μένει στάσιμη αλλά εξελίσσεται. Γι' αυτό και το ανώτατο δικαστήριο αποφάνθηκε θετικά. 

Παράλληλα όμως, το Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού εκτιμούσε ότι από το σύνολο των εγκαταστάσεων, τα μόνα που είχαν αξία ήταν το εργοστάσιο και η πύλη. 

Σαφώς όμως και δεν ήταν έτσι. Γιατί το στούντιο 3, ήταν το πρώτο που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα και το γκρέμισαν. Στήθηκε το 1936 και ονομάστηκε στούντιο 3, καθώς αργότερα δημιουργήθηκαν το στούντιο 1 και το στούντιο 2. Έως τότε οι ηχογραφήσεις γίνονταν σε δωμάτια ξενοδοχείων και όχι σε οργανωμένο στούντιο. 

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες είχε πάει ο Αρεταίος στην Αγγλία για να μάθει φωνοληψία και επέστρεψε για να οργανώσει το στούντιο 3».

Βαμβακάρης, Περιστέρης, Καζαντζίδης, Θεοδωράκης, Τσιτσάνης, Χατζιδάκις, Μπέλλου, Βέμπο, Μοσχολιού και δεκάδες ακόμα ονόματα της δισκογραφίας. 

Πρωτομάστορες της κρητικής μουσικής αλλά και του δημοτικού τραγουδιού έγραψαν τραγούδια στο στούντιο 3. 

Είναι χαρακτηριστικό πως όταν έγραφαν το «Ρεμπέτικο» του Ξαρχάκου βρίσκονταν ταυτόχρονα μέσα στο στούντιο 25 μουσικοί.


Ταβέρνες φιλοξενούσαν καλλιτέχνες και τεχνικούς πριν και μετά την ηχογράφηση

«Πολλοί από τους εργαζόμενους έμεναν στην ευρύτερη περιοχή. Υπήρχαν και ταβερνάκια στα οποία σύχναζαν οι μουσικοί και οι τραγουδιστές πριν ή μετά τις ηχογραφήσεις. Η πιο γνωστή ήταν η ταβέρνα του Χολέμπα στη Ριζούπολη».

«Αυτό πάντως που εκτιμώ ότι θα έπρεπε να έχει συμβεί και δεν έγινε ποτέ, είναι η δημιουργία ενός μουσικού αρχείου, άρρηκτα συνδεδεμένου με την ιστορική διαδρομή του τραγουδιού στη χώρα μας. 

Με τη συμβολή ειδικών επιστημόνων, μουσικολόγων, κοινωνιολόγων και άλλων ειδικών. Φανταστείτε ότι μόνο στο φωνόγραφο έχουμε κληρονομιά περί τις 24.000 τραγούδια και αν υπολογίσει κανείς και τα βινύλια, πρέπει να υπάρχουν επιπλέον 200.000 τραγούδια».


Η Φραγκοσυριανή είχε 6 λάθη στην πρώτη της ηχογράφηση

Η αξία του αρχείου που πήγε χαμένο είναι ανυπολόγιστη σύμφωνα με τον Δημήτρη Υφαντή: «Σκεφθείτε ότι στην εποχή του γραμμοφώνου δεν υπήρχε περίπτωση να χαλάσουν δεύτερο κερί από το οποίο δημιουργούσαν το πρόπλασμα, για να γράψουν και δεύτερο δίσκο. 

Γι’ αυτό και πολλοί δίσκοι γραμμοφώνου έχουν πολλά λάθη κάτι που τους έκανε σπάνιους και συλλεκτικούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Φραγκοσυριανή έχει μέσα έξι λάθη στην πρώτη της ηχογράφηση σε δίσκο 78 στροφών, καθώς δεν μπορούσαν να τα διορθώσουν».

Με την προσπάθεια των κατοίκων συνέπλευσαν αρκετοί καλλιτέχνες με πρωτεργάτη το Μανώλη Ρασούλη. Μαζί του ο Χρήστος Λεοντής, ο Νότης Μαυρουδής, ο Γιάννης Ιωάννου ο σημαντικός δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, Κώστας Παπαδόπουλος. 

«Οι περισσότεροι καλλιτέχνες όμως μας απέφευγαν γιατί δεν ήθελαν να συγκρουστούν με το Μάτσα. Πολλοί ζήτησαν να δουν πρώτα τι θα κάνουν με το συμβόλαιό τους, κάτι που σεβαστήκαμε γιατί από αυτό ζουν. 

Όταν ορισμένοι ρωτούσαν ποιος μας κάνει πλάτες, εμείς απαντούσαμε πως προσπαθούσαμε ήταν γιατί διαθέταμε ρομαντισμό και την επιθυμία να διασώσουμε ένα σημαντικό νεότερο μνημείο. Δεν μας στήριζε κανένας επιχειρηματίας, όπως κάποιοι πίστευαν», λέει ο Υφαντής.





Mεταξύ εκείνων που στήριξαν την προσπάθεια διάσωσης της Columbia τότε, ήταν και ο σημερινός πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, ως επικεφαλής της αντιπολίτευσης στο δήμο Αθηναίων. Ως εκεί όμως. 

Παρά το πρόσκαιρο ή ειλικρινές ενδιαφέρον κάποιων, οι εγκαταστάσεις της Columbia παραμένουν όπως ακριβώς όταν γκρεμίστηκαν πριν από 10 χρόνια. 

Το μόνο που θα συναντήσετε εάν καταφέρετε να περάσετε την υψηλή πύλη του πάλαι ποτέ κραταιού εργοστασίου και τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα, είναι ένα αναξιοποίητο οικόπεδο. 

Και τους σκελετούς δύο κτιρίων όπου κάποτε οι πρέσες χτυπούσαν τους καινούργιους δίσκους. Μερικά πλακάκια χάσκουν στα μπάνια, δύο μπλούζες ακουμπούν σε ένα πεζούλι, σημάδι ανθρώπινης παρουσίας, κάποιων οι οποίοι αναζήτησαν καταφύγιο εκεί.


Το εργοστάσιο των φαντασμάτων βρίσκεται πάντα εκεί. Στη λεωφόρο Ηρακλείου 127. Και το μόνο που μαρτυρά στους νεότερους ότι κάποτε πέρασαν οι πιο αξιόλογοι και διάσημοι καλλιτέχνες, οι πιο ένδοξες νότες του ελληνικού τραγουδιού αλλά και εκατοντάδες επιδέξιοι εργαζόμενοι, είναι η μεταλλική επιγραφή «COLUMBIA» στην κεντρική πύλη του οικοπέδου.

(έχουν χρησιμοποιηθεί ασπρόμαυρες φωτογραφίες από το αρχείο του Μάκη Μάτσα)

Γιώργος Λαμπίρης

Βίντεο-Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου