«Ο κόσμος απαρτίζεται από περιπτώσεις».
Βίτγκενσταϊν
(Αυτό είναι ένα κείμενο κάπως… μεγάλο. Αλλά, πιστέψτε ‘με, αξίζει να αφιερώσετε δέκα λεπτά από τη ζωή σας, προτού συνεχίσετε την περιήγηση στον απέραντο κόσμο του διαδικτύου.
Θα γνωρίσετε μια γυναίκα που κατάφερε να μας βάλει μέσα στο μυαλό των αυτιστικών ανθρώπων (στο μυαλό της), και κατέδειξε ότι ο αυτισμός καθώς και κάθε άλλη “ψυχασθένεια” είναι μια παραλλαγή της ανθρώπινης σκέψης, εξίσου σεβαστή και εποικοδομητική όπως και η σκέψη των “φυσιολογικών”.
Και κάτι παραπάνω: Χωρίς αυτά τα γονίδια, της παράδοξης νοητικής λειτουργίας, το ανθρώπινο είδος ίσως και να μην είχε κατέβει ποτέ από τα δέντρα.)
Ο αυτισμός περιγράφτηκε σχεδόν ταυτόχρονα -και ανεξάρτητα- τη δεκαετία του ’40 από τον Leo Kanner (Βαλτιμόρη) και τον Hans Asperger (Βιέννη). Παραδόξως (ένα ωραίο παράδειγμα ιστορικού συγχρονισμού) του έδωσαν το ίδιο όνομα, «αυτισμός».
Ο Κάνερ έμοιαζε να τον αντιμετωπίζει σαν μία αμετρίαστη συμφορά. Ο Άσπεργκερ πίστευε ότι ίσως είχε κάποια θετικά ή αντισταθμιστικά χαρακτηριστικά –«μια ιδιαίτερη πρωτοτυπία στη σκέψη και στην εμπειρία, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε εξαιρετικά επιτεύγματα.»
Πράγματι, η συχνότητα της ιδιοφυΐας στον αυτισμό -γύρω στο 10%- είναι χιλιάδες φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι στο σύνολο του γενικού πληθυσμού!
Τώρα πια είναι ασαφές αν ο αυτισμός και το Άσπεργκερ βρίσκονται στο ίδιο συνεχές ή αν πρόκειται για δύο διαφορετικές καταστάσεις σε βιολογικό επίπεδο.
Ασαφές είναι ακόμα αν στο συνεχές αυτό θα πρέπει να περιληφθούν και άτομα που παρουσιάζουν μεμονωμένα «αυτιστικά χαρακτηριστικά» -ιδιορρυθμίες, έντονες ενασχολήσεις και καθηλώσεις, συχνά σε συνδυασμό με μια σχετική κοινωνική απόσυρση και απομάκρυνση.
Τέτοιες περιπτώσεις συναντά κανείς σε οποιονδήποτε πληθυσμό ανθρώπων και συμβατικά θεωρούνται «φυσιολογικοί» και αντιμετωπίζονται ωςιδιόρρυθμοι, εκκεντρικοί, σχολαστικοί ή μοναχικοί.
Hans Asperger
Όταν μιλάμε για ακραίες περιπτώσεις τότε έχουμε από νωρίς διάγνωση:
Τα παιδιά με κλασικό αυτισμό, τύπου Κάνερ, έχουν συχνά νοητική καθυστέρηση βαριάς μορφής.
Τα παιδιά τύπου Άσπεργκερ (aspies) έχουν φυσιολογική -και κάποτε πολύ ανώτερη ευφυΐα.
Αλλά δεν υπάρχουν ούτε δύο αυτιστικοί (ή aspies) με την ίδια ακριβώς συμπεριφορά και χαρακτήρα. Κάθε ένας είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση.
Η ειδοποιός διαφορά είναι η εξής: Οι aspies μπορούν να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους, τα εσώτερα αισθήματα και τις καταστάσεις τους, ενώ εκείνοι που έχουν κλασικό αυτισμό δεν μπορούν.
Στον κλασικό αυτισμό δεν υπάρχει παράθυρο και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι υποθέσεις.
~~{}~~
Η Τεμπλ Γκράντιν είναι αυτιστική, αλλά εκείνη κατάφερε να ανοίξει το παράθυρο, όχι μόνο για τον εαυτό της, αλλά και για πολλούς άλλους.
Είναι κάτοχος ενός διδακτορικού στη ζωολογία, διδάσκει στο πανεπιστήμιο του Κολοράντο, διευθύνει τη δική της επιχείρηση, έχει γράψει αρκετά βιβλία και δίνει διαλέξεις σε όλο τον κόσμο για τον αυτισμό και τη συμπεριφορά των ζώων.
Οι γνώσεις της γύρω από την ψυχολογία και τη συμπεριφορά των αγελαίων ζώων είναι περιζήτητες, από τις κτηνοτροφικές μονάδες, τα πάρκα και τους ζωολογικούς κήπους (ακόμα και τους κουρείς προβάτων στην Νέα Ζηλανδία).
Ίσως όμως η μεγαλύτερη συνεισφορά της είναι ότι με το αυτοβιογραφικό «Διάγνωση: Επίσημα Αυτιστική», που εξέδωσε το 1986 έδωσε μια άμεση πρόσβαση στον αυτιστικό κόσμο.
Η αυτοβιογραφία της Τεμπλ ξεκινάει από τον πρώτο χρόνο της ζωής της. Τα αυτιστικά άτομα μπορούν να ανακαλούν αναμνήσεις από το δεύτερο, συχνά και από τον πρώτο χρόνο της ζωής τους, κάτι το οποίο δεν μπορούν να κάνουν οι «φυσιολογικοί».
Η Τεμπλ ήταν ιδιαίτερη περίπτωση από μωρό.
Έξι μηνών σφιγγόταν με όλη της τη δύναμη στην αγκαλιά της μητέρας της, αλλά δέκα μηνών ξεκίνησε να την γρατζουνά «σαν παγιδευμένο ζώο». Η φυσιολογική επαφή μαζί της ήταν αδύνατη.
Η Τεμπλ περιγράφει έναν κόσμο ακραίων οξυμμένων εντυπώσεων. Στην ηλικία των δύο ετών θυμάται ότι τα αυτιά της λειτουργούσαν σαν μικρόφωνα, μεταφέροντας την κάθε λεπτομέρεια με την ένταση στο μέγιστο. Το ίδιο συνέβαινε με όλες τις αισθήσεις της. Το παιδί κατακλυζόταν από ανυπόφορα (λόγω της έντασης) ερεθίσματα.
(Μήπως ο Πόε, στο βιβλίο του «Η πτώση του οίκου των Άσερ» περιγράφει μια οικογένεια με αυτιστικά χαρακτηριστικά;)
Στα τρία της άρχισε να γίνεται καταστροφική και βίαιη. Χρησιμοποιούσε τα κόπρανα της αντί για πλαστελίνη και μετά πετούσε τα έργα της ολόγυρα στο δωμάτιο.
Μασούσε τα κομμάτια του παζλ και έφτυνε το πολτοποιημένο χαρτόνι (ένας ευφάνταστος τρόπος για να «ενώσεις τα κομμάτια»).
Έσπαγε ό,τι έβρισκε και ούρλιαζε διαρκώς.
Ταυτόχρονα είχε μια απέραντη δύναμη αυτοσυγκέντρωσης. Μπορούσε να παίζει με την άμμο (όχι φτιάχνοντας κάστρα, απλά βλέποντας ‘την να τρέχει από τα χέρια της) για ατελείωτες ώρες, χωρίς τίποτα να μπορεί να την αποσπάσει από το παιχνίδι της.
Εκείνες τις στιγμές οι άνθρωποι τριγύρω της ήταν σαν σκιές.
Σε εκείνη την ηλικία, τριών χρονών, διαγνώστηκε ως αυτιστική και έγινε νύξη για την πιθανή αναγκαιότητα μιας δια βίου τοποθέτησης σε ίδρυμα. Όμως η μητέρα της Τεμπλ, καθώς και μια θεία που ήταν πολύ κοντά της, πίστευαν ότι της άξιζε κάτι περισσότερο από τον αποκλεισμό.
Την έστειλαν σε ένα ειδικό νηπιαγωγείο, όπου έγινε μια απόπειρα λογοθεραπείας (η Τεμπλ δεν είχε μιλήσει ακόμα). Ο λογοθεραπευτής την ανέσυρε από την «άβυσσο» -όπως η ίδια χαρακτηριστικά αποκαλεί την άγλωση περίοδο.
(Το πόσο αλληλένδετα είναι η γλώσσα με τη σκέψη το έχουμε αναφέρει σε παλιότερο κείμενο “Η tweetοποίηση της γλώσσας, της σκέψης και της κοινωνίας”)
Δεν «θεραπεύτηκε». Η Τεμπλ θα παραμείνει αυτιστική σε ολόκληρη τη ζωή της. Αλλά στα έξι της είχε πετύχει ένα σαφώς ικανοποιητικό επίπεδο γλώσσας.
Έτσι άνοιξε το παράθυρο και άρχισε να έχει επαφή με τους άλλους και ειδικά με έναν ή δύο δασκάλους που ήταν σε θέση να εκτιμήσουν την ευφυΐα της, όντας ταυτόχρονα ικανοί να αντέξουν την απεραντολογία της, τις εμμονές της, τα ξεσπάσματα θυμού.
Ως παιδί δεν μπόρεσε να αποκτήσει φίλους. Ενώ τη θαύμαζαν για την εξυπνάδα της, ποτέ δεν την έκαναν δεκτή ως μέλος της κοινότητας τους, αφού η Τεμπλ δεν μπορούσε να συμπεριφερθεί όπως και εκείνοι.
Στα δεκαπέντε της συνέβει ένα καίριο γεγονός: Έφτιαξε τη «ζουληχτική» της μηχανή.
Από μικρό κορίτσι, όπως κάθε παιδί, η Τεμπλ λαχταρούσε να την αγκαλιάσουν, αλλά ταυτόχρονα κάθε σωματική επαφή την τρομοκρατούσε.
(Ένα χαρακτηριστικό που συναντάται σε πολλούς αυτιστικούς και όχι μόνο. Ο Τ.Ε. Λώρενς, ο «Λώρενς της Αραβίας», δεν μπορούσε ούτε χειραψία να κάνει. Διαβάστε παλιότερο κείμενο «Ο Δον Κιχώτης της Ερήμου».)
Άρχισε να οραματίζεται τότε, από πέντε χρονών, μια μαγική μηχανή που θα την έσφιγγε δυνατά, αλλά και τρυφερά, σαν μια αγκαλιά.
Όταν είδε ένα συσφιγκτικό αγωγό, που χρησιμοποιείται για την καθήλωση των βοοειδών, κατάλαβε ότι είχε βρει τη μαγική της μηχανή.
Είχε την τύχη ο καθηγητής των φυσικών επιστημών να πάρει την εμμονή της στα σοβαρά. Αυτός της πρότεινε να την κατασκευάσει μόνη της και της έδωσε τα κατάλληλα βιβλία.
Μετά την κατάκτηση της γλώσσας, αυτή ήταν η πιο κρίσιμη στιγμή στη μεταμόρφωση της Τεμπλ, η γνωριμία της με την επιστημονική γλώσσα.
Ενώ δεν μπορούσε να κατανοήσει την κοινωνική γλώσσα –τους υπαινιγμούς, την ειρωνεία, τις μεταφορές, τα αστεία, τα θεωρούμενα ως δεδομένα- βρήκε στη γλώσσα της επιστήμης και της τεχνολογίας μια απέραντη ανακούφιση. Ήταν ξεκάθαρη, ρητή, και δεν βασιζόταν σε εξαρτημένες ή μη δηλωμένες παραδοχές.
Οι πρώτες κατασκευές ήταν χονδροειδείς, με ανωμαλίες και μηχανικά ελαττώματα, τελικά όμως κατάφερε να φτιάξει μια απολύτως άνετη μηχανή, ικανή να της παρέχει μια αγκαλιά, με οποιεσδήποτε παραμέτρους επιθυμούσε. Αυτή η μηχανή ήταν που την βοήθησε να περάσει από την εφηβεία και το πανεπιστήμιο αλώβητη (μαζί με μικρές δόσεις αντικαταθλιπτικών, τα οποία μόνη της αποφάσισε να παίρνει).
Σήμερα η «ζουληχτική» της μηχανή, με διάφορες τροποποιήσεις, αποτελεί αντικείμενο εκτεταμένων κλινικών δοκιμών. (Και η Τεμπλ είναι ο σημαντικότερος σχεδιαστής συμπιεστικών αγωγών για βοοειδή.)
Ενώ η Τεμπλ σκεφτόταν πάντα με εικόνες, δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να σχεδιάζει, μέχρι τα είκοσι οκτώ της, οπότε συνάντησε έναν σχεδιαστή και τον παρατήρησε να κάνει σχέδια.
Δεν χρειάστηκε να ακολουθήσει μαθήματα. Πήγε και αγόρασε μολύβια και εργαλεία (ακριβώς τα ίδια με εκείνα που χρησιμοποιούσε ο σχεδιαστής) και –απλά- ξεκίνησε να σχεδιάζει.
~~{}~~
Ως εδώ αναφερθήκαμε στην Γκράντιν «αυτοβιογραφικά». Όμως πως θα ήταν αν τη γνωρίζαμε από κοντά; Ο Όλιβερ Σάκς το έκανε για μας.
Ας πούμε, σε περίπτωση που δεν τον γνωρίζετε, ότι ο Σακς είναι ένας πρωτοπόρος νευρολόγος καθώς και συγγραφέας. Στα βιβλία παρουσιάζει με απλότητα (χωρίς να ξεπέφτει σε θυμοσοφικές αυθαιρεσίες τύπου Μπουκάι και Γιάλομ) τα μυστήρια του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Ο Σακς πιστεύει ότι για να κατανοήσουμε έναν άνθρωπο πρέπει να ζήσουμε μαζί του, στο χώρο και στο χρόνο του, όχι απλώς να διαβάσουμε για αυτόν.Έτσι αποφάσισε να περάσει ένα Σαββατοκύριακο με την Τεμπλ Γκράντιν.
~~{}~~
Την πρωτοσυνάντησε στο γραφείο της. Η Γκράντιν μιλούσε ωραία και καθαρά, αλλά με μια ακατάσχετη ορμή και σταθερότητα. Μια πρόταση, ένα θέμα, από τη στιγμή που ξεκινούσε όφειλε να ολοκληρωθεί: Τίποτα δεν αφηνόταν υπαινικτικό, τίποτα δεν έμενε να αιωρείται στον αέρα. Ταυτόχρονα δεν φαινόταν να την απασχολούν οι κοινωνικές συμβάσεις.
Όταν μετά από μια ώρα υπεραναλυτικών προτάσεων ο εξαντλημένος, πεινασμένος και διψασμένος Σακς της θύμισε ότι μόλις κατέβηκε από το αεροπλάνο και της ζήτησε λίγο καφέ, η Γκράντιν δεν κοκκίνισε ούτε απολογήθηκε όπως θα έκανε κάποιος «φυσιολογικός» άνθρωπος.
Απλά του έδωσε ό,τι ζήτησε και συνέχισε.
Όπως δεν μπορεί να κατανοήσει την κοινωνική αλληλεπίδραση (αυτές τις συμβάσεις που όλοι μαθαίνουμε από παιδιά), έτσι δεν μπορεί να καταλάβει τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά με τις πολύπλοκες και σύνθετες συγκινήσεις, αφού δεν μπορεί να συμπάσχει με τους χαρακτήρες ούτε να παρακολουθήσει το μπλεγμένο παιχνίδι ανάμεσα σε κίνητρα και προθέσεις.
«Ποτέ δεν κατάλαβα τι σκοπούς είχαν, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα», λέει στον Σακς.
Δυσκολεύεται να καταλάβει τους υπαινιγμούς και τα «παιχνίδια» που παίζουν οι άνθρωποι.
«Τον περισσότερο καιρό», λέει, «νιώθω σαν ένας ανθρωπολόγος από τον Άρη.»
(Εδώ πρέπει να αναφέρουμε μια ιστορία για τον Αϊνστάιν, η οποία, σε συνδυασμό και με άλλα χαρακτηριστικά, υποδηλώνει μια ελαφρώς (;) Άσπεργκερ πλευρά του.
Κάποια στιγμή του έδωσαν τη «Δίκη» του Κάφκα να διαβάσει. Ο Αϊνστάιν την επέστρεψε μετά από λίγες μέρες λέγοντας: «Δεν μπόρεσα να το διαβάσω. Ήταν υπερβολικά πολύπλοκο.»)
Η Τεμπλ είναι ανίκανη να προσποιηθεί ή να αντιληφθεί την υποκρισία. Εξαιτίας αυτής της μονολιθικής εντιμότητας ήταν εξ αρχής στόχος κάθε κοροϊδίας και εκμετάλλευσης.
(Η υπερβολική της εντιμότητα μου θυμίζει τον Τιούρινγκ: “Πως να ευνουχίσετε μια μεγαλοφυΐα”).
Με τον καιρό άρχισε να καταλαβαίνει τα κίνητρα, με λογική διεργασία, όχι με τη διαίσθηση όπως κάνουν οι “φυσιολογικοί”.
Η Τεμπλ δεν στερείται αισθημάτων ούτε έχει κάποια αδυναμία συμπάθειας. Η αίσθηση της για τις διαθέσεις και τα αισθήματα των ζώων είναι τόσο ισχυρή που, μερικές φορές, σχεδόν τη διακατέχει, την συγκλονίζει.
Μπορεί να νιώσει συμπάθεια για κάτι φυσικό -όπως τον πόνο και τον τρόμο του ζώου- αλλά στερείται συμπάθειας για τις καταστάσεις του νου.
Η αδυναμία αυτή, σύμφωνα με την Γκράντιν, έχει να κάνει την άρρητη γνώση των κοινωνικών συμβάσεων και κωδικών, των πολιτιστικών προϋποθέσεων κάθε τύπου που κατέχουν οι φυσιολογικοί άνθρωποι.
Η άρρητη αυτή γνώση μοιάζει να λείπει εντελώς από την Τεμπλ.
Στερημένη από αυτήν είναι αναγκασμένη να υπολογίζει τις προθέσεις των άλλων και τις καταστάσεις του νου τους, προσπαθώντας να μετατρέψει σε αλγόριθμους αυτό που εμείς κάνουμε αυτόματα, μηχανικά. Πόσο δύσκολο είναι αυτό;
Φανταστείτε ότι πρέπει να πιάσετε ένα μπαλάκι που σας πετάνε. Είναι κάτι πολύ εύκολο, ούτε καν θα το σκεφτείτε, αφού ο εγκέφαλος εκπαιδεύεται σε αυτό από έξι μηνών (συντονισμός ματιού-χεριού).
Αν όμως ήσασταν τυφλός μέχρι σήμερα τότε για να πιάσετε το μπαλάκι (αν μπορούσατε να το αναγνωρίσετε ως μπαλάκι) θα έπρεπε να κάνετε υπολογισμούς που υπερβαίνουν τις δυνατότητες των περισσότερων φυσικών.
Η Τεμπλ δεν έμαθε να είναι φυσιολογική, προσπαθεί να συμπεριφέρεται ως τέτοια. Η φυσιολογικότητα της είναι ένα είδος βιτρίνας, την οποία κατασκεύασε νοητικά για να προσαρμοστεί στους ανθρώπους -και να την αποδεχτούν ως άνθρωπο.
Γνωρίζει τους κανόνες και τις συμβάσεις των φυσιολογικών, αλλά δεν τους έχει πραγματικά προσλάβει. Έμαθε, κατά κάποιον τρόπο, να πιθηκίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά εξακολουθεί να μην αντιλαμβάνεται τι υπάρχει πίσω από τις κοινωνικές συμβάσεις.
~~{}~~
Άλλο ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Τεμπλ είναι η οπτική της σκέψη. Η Τεμπλ δεν σκέφτεται με λέξεις, αλλά με εικόνες. Μάλιστα τις φάνηκε παράξενο όταν ανακάλυψε ότι η ψευδαισθητική σχεδόν δύναμη να φαντάζεται οπτικά, να σκέφτεται με εικόνες, δεν ήταν οικουμενικό –ότι υπήρχαν άλλοι που σκέφτονταν με διαφορετικό τρόπο.
Η δύναμη αυτής της οπτικής σκέψης φαίνεται καλύτερα αν αναφερθούμε στον τρόπο που σχεδιάζει η Τεμπλ: Συνεχώς προβάλλει στο μυαλό τηςπροσομοιώσεις.
“Βλέπω στη φαντασία μου το ζώο να μπαίνει στον αγωγό, από διάφορες οπτικές γωνιές, είτε εστιάζοντας πάνω του είτε βλέποντας ‘το μέσα από έναν ευρυγώνιο φακό ή ακόμα και από ελικόπτερο. Ή μεταμορφώνομαι η ίδια σε ζώο και νιώθω ό,τι θα ένιωθε μπαίνοντας στον αγωγό.”
(Θα αναφερθώ πάλι στον Αϊνστάιν. Εκείνος συνέλαβε τη θεωρία της σχετικότητας με το να φαντάζεται ότι καβαλάει μια ακτίνα φωτός για να τρέξει μαζί του.)
~~{}~~
Μια άλλη ιδιαιτερότητα του μυαλού της είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η μνήμη της. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ανθρώπους η Γκράντιν δεν ανακατασκευάζει τις αναμνήσεις, αλλά τις αναπαράγει επακριβώς, κάθε φορά, με όλα τα σύνοδα αισθήματα και συναισθήματα, σαν να παίζει -στο μυαλό της- μια ταινία.
“Το μυαλό μου μοιάζει με CD-ROM μέσα σε έναν υπολογιστή και οι αναμνήσεις με βιντεοταινία ταχείας πρόσβασης. Από τη στιγμή που θα τη φτάσω πρέπει να παίξω ολόκληρο το κομμάτι, το ίδιο ακριβώς κάθε φορά.”
Αυτό μπορεί να το κάνει και με καινούριες κατασκευές.
Κάθε σχέδιο, ακόμα και τα πιο εκλεπτυσμένα συστήματα, το σχεδιάζει (ολόκληρο και με κάθε λεπτομέρεια) στο μυαλό της. Όταν το νοερό σχέδιο ολοκληρωθεί “παίζει μια προσομοίωση” -που σημαίνει ότι φαντάζεται ολόκληρη τη μονάδα σε λειτουργία.
Έτσι εντοπίζει κάθε πρόβλημα, αν υπάρχει, και κάνει τις τροποποιήσεις -πάλι νοερά. Μόλις το νοερό σχέδιο είναι τελείως έτοιμο το σχεδιάζει και στο χαρτί. Στη φάση αυτή δεν χρειάζεται καμιά προσοχή, τα πάντα γίνονται μηχανικά.
(Και μη μου πείτε ότι αυτή η ικανότητα δεν σας θύμισε τις θρυλικές ικανότητες του Μότσαρτ, να έχει μια ολόκληρη συμφωνία μέσα στο μυαλό του και απλά να την αντιγράφει.)
Η Τεμπλ ήταν η πρώτη που επισήμανε πως υπάρχουν πολλοί μη-αυτιστικοί που έχουν την ικανότητα να “βλέπουν” όσα χρειάζεται να κάνουν, που ελέγχουν τα σχέδια τους και τις ιδέες τους με προσομοιώσεις.
~~{}~~
Ο Σάκς εντυπωσιάστηκε με τον μαγικό σχεδόν τρόπο που η Τεμπλ επικοινωνεί με τα ζώα.
“Όταν είμαι με τα μοσχάρια νιώθω ότι είμαι στο σπίτι μου”, λέει η Τεμπλ. Και εκείνα αισθάνονται το ίδιο για εκείνη.
Όσο παράδοξο και να ακούγεται η Τεμπλ δεν είναι χορτοφάγος ούτε μάχεται για την επικράτηση της χορτοφαγίας.
Γέννημα-θρέμμα μιας περιοχής όπου η κτηνοτροφία είναι ταυτόσημη με τη ζωή (των ανθρώπων) και προερχόμενη από έναν παππού που είχε φάρμα (ο άλλος ήταν εφευρέτης, είχε εφεύρει τον αυτόματο πιλότο για τα αεροπλάνα) έχει ως φιλοδοξία να επαναφέρει στην κτηνοτροφία την αντίληψη πως τα ζώα (εκτροφής) έχουν αισθήματα, ότι δεν είναι μηχανές.
Εκείνο που της φαίνεται φοβερό, ειδικά αφού μπορεί να αποφευχθεί, είναι ο πόνος και η ωμότητα, η εισβολή του φόβου και της αγωνίας, των βασανιστηρίων, πριν από τη μοιραία μαχαιριά. Και αυτό που την απασχολεί πιο πολύ είναι να καταργήσει αυτόν ακριβώς τον προθανάτιο φόβο.
Πιστεύει ότι ο μόνος σωστός τρόπος για να σκοτώνεις ένα ζώο είναι τελετουργικά, χωρίς εκείνο να καταλάβει ούτε για μια στιγμή ότι θα το σκοτώσουν και χωρίς να ζει πριν σαν μια μηχανή παραγωγής κρέατος.
“Θέλω να αναμορφώσω τη βιομηχανία κρέατος”, λέει. “Οι ακτιβιστές θέλουν να την κλείσουν… Εγώ έχω μια ακραία απώθηση για τους ακραίους.”Ένας ακόμα aspie
Η Τεμπλ δεν έχει κάνει ποτέ ερωτική σχέση με κάποιον ούτε, όπως λέει η ίδια, έχει ερωτευτεί ποτέ. Το αίσθημα του έρωτα, για το οποίο ακούει συνεχώς, είναι κάτι που δεν μπορεί να καταλάβει.
“Και η αγάπη;” την ρωτάει ο Σακς. “Τι σημαίνει: Να αγαπάς;”
“Να νοιάζεσαι για κάποιον άλλον…” απαντάει εκείνη. “Νομίζω ότι πρέπει να έχει μέσα του κάτι από ευγένεια και καλοσύνη.”
Αλλά δεν είναι βέβαιη γι’ αυτή την τόσο δύσκολη έννοια (όχι μόνο για τους αυτιστικούς φυσικά).
Η Τεμπλ έχει συνείδηση ότι στερείται κάποια πολύ σημαντικά πράγματα, εξαιτίας της αυτιστικότητας της, αλλά χωρίς να αισθάνεται θλίψη γι’ αυτό. Απλώς το καταλαβαίνει.
Για παράδειγμα, ενώ έχει απόλυτο μουσικό αυτί (κάτι σαν ένα cd-player στο μυαλό της) η μουσική δεν καταφέρνει να τη συγκινήσει.
Τη βρίσκει ωραία, αλλά δεν της προκαλεί τίποτα βαθύ.
“Το κύκλωμα των συγκινήσεων δεν είναι συνδεδεμένο, αυτό είναι το πρόβλημα”, λέει η ίδια (χωρίς καμία θλίψη, επαναλαμβάνω).
Για τον ίδιο λόγο δεν έχει υποσυνείδητο.
“Δεν υπάρχουν απωθημένα αρχεία στη μνήμη μου”, βεβαιώνει. “Εσείς (οι γήινοι;) έχετε αρχεία που είναι μπλοκαρισμένα. Για μένα κανένα δεν είναι τόσο επώδυνο ώστε να μπλοκάρεται.”
~~{}~~
Αυτή η διαφορά λειτουργιών ανάμεσα στους αυτιστικούς και τους φυσιολογικούς είναι μία από τις προτεραιότητες της Τεμπλ. Θεωρεί (και μάλλον δεν έχει άδικο) ότι έχει δοθεί πολύ μεγάλη έμφαση στις αρνητικές πλευρές του αυτισμού και ανεπαρκής προσοχή ή σεβασμός στις θετικές πλευρές.
Και αυτό, θα συμπληρώσω εγώ, συμβαίνει με κάθε άνθρωπο “μη-φυσιολογικό”, τους μανιοκαταθλιπτικούς, τους σχιζοφρενείς, αυτούς που έχουν σύνδρομο Τουρέτ (και οι οποίοι γίνονται εξαιρετικοί χειρουργοί, όπως μας δείχνει ο Σακς σε άλλο μέρος του βιβλίου του) κλπ.
Πιστεύει (η Τεμπλ) ότι, παρά τα αναμφισβήτητα μεγάλα προβλήματα τους σε κάποιους τομείς, οι αυτιστικοί μπορούν να έχουν εξαιρετικές και κοινωνικά πολύτιμες δυνάμεις σε άλλους -αρκεί να τους επιτραπεί να είναι ο εαυτός του, αυτιστικοί.
(Πράγμα το οποίο μου θυμίζει ότι πρόσφατα μια μεγάλη εταιρεία υπολογιστών ζήτησε να προσλάβει αποκλειστικά άτομα με Άσπεργκερ και αυτισμό, όχι για λόγους κοινωνικής πολιτικής, αλλά ακριβώς επειδή αυτοί έχουν συχνά εξαιρετικές επιδόσεις στα μαθηματικά).
Η Τεμπλ Γκράντιν μας δίνει και μια πολύ σημαντική θεωρία γιατί συνεχίζουν να υπάρχουν τα γονίδια του αυτισμού και των άλλων ψυχικών εκτροπών:
“Συχνά οι συνειδητοί ενήλικοι με αυτισμό και οι γονείς τους νιώθουν θυμό για τον αυτισμό. Αναρωτιούνται γιατί η φύση ή ο θεός δημιούργησαν αυτές τις φοβερές καταστάσεις, όπως ο αυτισμός, η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια.
Είναι, όμως, δυνατόν άτομα που έχουν ίχνη αυτών των χαρακτηριστικών να είναι πιο δημιουργικά. Ίσως, αν η επιστήμη εξαφάνιζε αυτά τα γονίδια ολόκληρος ο κοσμος να κυριευόταν από λογιστές.”
(Και δεν μπορώ να καταλάβω αν η Τεμπλ λέει αυτή τη φράση μεταφορικά ή κυριολεκτικά, έχοντας στο μυαλό της μια εικόνα σαν από ταινία των Μόντι Πάιθονς, όπου όλοι οι άνθρωποι είναι λογιστές).
~~{}~~
Κάνοντας μια εκδρομή στα βουνά ο Σάκς τη ρωτάει αν αντιλαμβάνεται το “μεγαλείο της θέας”.
“Είναι όντως όμορφα”, απαντάει εκείνη. “Μεγαλειώδη, δεν ξέρω.”
Παραδέχεται ότι έχει περάσει πολύ καιρό με τα λεξικά προσπαθώντας να καταλάβει τέτοιες λέξεις. Είχε ψάξει για το “μεγαλειώδης”, το “θείο”, το “δέος”, όλα όμως ορίζονται παραπέμπτοντας το ένα στο άλλο.
“Τα βουνά είναι όμορφα, αλλά δεν μου γεννούν κάποιο ειδικό συναίσθημα, όπως αυτό που φαίνεται να απολαμβάνεις.”
Η Τεμπλ αναγνωρίζει όλα τα φυτά (με την επιστημονική τους ονομασία), όλα τα πουλιά, όλους τους γεωλογικούς σχηματισμούς, αλλά δεν τρέφει κάποιο “ειδικό αίσθημα” για αυτά.
(Παρεμπιπτόντως: Οι περισσότεροι σύγχρονοι μας αυτιστικοί και aspies ταυτίζονται με τον Μίστερ Σποκ, του Σταρ Τρεκ. Το γιατί θα το καταλάβετε αν δείτε ξανά ένα επεισόδιο του Σταρ Τρεκ.)
~~{}~~
Ο Σακς τελειώνει το κείμενο του (και την επίσκεψη του) γράφοντας ότι η Τεμπλ είναι ένα απέραντα ηθικό πλάσμα. Ότι έχει μια παθιασμένη αίσθηση του σωστού και του λάθους.
“Δεν θέλω οι σκέψεις μου να πεθάνουν μαζί μου”, του λέει. “Θέλω να έχω κάνει κάτι. Δεν μ’ ενδιαφέρει η εξουσία, δεν θέλω να τσουβαλιάζω λεφτά… Θέλω να αφήσω κάτι πίσω μου, μια θετική συμβολή -να ξέρω πως η ζωή μου έχει νόημα.”
~~{}~~
Θα τελειώσω κι εγώ το κείμενο με μία επισήμανση (την οποία έχω επαναλάβει αρκετές φορές):
Ξεχάστε τη “διαφορετικότητα”, είναι ρατσιστικός όρος, αφού οδηγεί εξ ορισμού στη διαφοροποίηση, ανάμεσα σε “εμάς” και στους “διαφορετικούς”.
Όλοι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, δεν υπάρχουν ούτε δύο ίδιοι, ανάμεσα στα δισεκατομμύρια του πληθυσμού.
Οι ομοιότητες μας, μας φέρνουν πιο κοντά, αλλά είναι οι διαφορές μας που μας κάνουν υπέροχους.
Κάθε άνθρωπος είναι εξίσου σημαντικός με κάθε άλλον, κάθε άνθρωπος είναι απαραίτητος και αναντικατάστατος.
Tim Burton
~~{}~~
(Βιβλιογραφία: Αυτό το κείμενο είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος του συρραφή αποσπασμάτων από το βιβλίο του Όλιβερ Σακς,“Ένας ανθρωπολόγος στον Άρη”, εκδόσεις Άγρα, μτφ Πόταγας-Σπυράκου
Το κείμενο του Σάκς για την Γκράντιν είναι 80 σελίδες, οπότε καταλαβαίνετε ότι οι 12 που μόλις διαβάσετε, είναι κάτι σαν εικονίδιο μιας προσωπογραφίας. Διαβάστε το ίδιο το βιβλίο για να καταλάβετε περισσότερα.
Εξαιρετικό είναι και ένα άλλο βιβλίο του Σάκς, το “Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο”, εκδόσεις Καστανιώτη, μτφ Κώστας Πόταγας (διαβάστε και παλιότερο κείμενο: “Μια υπόθεση νευροψυχολογίας: Οι άνθρωποι που μπέρδεψαν μια χώρα με το καπέλο τους”.)
Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ένα -τουλάχιστον- βιβλίο της Γκράντιν: “Τα ζώα σε μετάφραση”, εκδόσεις Polaris, μτφ Μητσομπόνου
Μπορείτε να παρακολουθήσετε και την ομιλία της Γκράντιν στο TED: «The world needs all kind of minds»
Ή να δείτε μια εξαιρετική ταινία το “Temple Grandin”, ελληνικός τίτλος: “Ζωή σαν τριαντάφυλλο” (!!!)
Επίσης δείτε (ή ξαναδείτε) την ταινία “Ξυπνήματα” (Awakenings) με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς και το Ρόμπερτ Ντε Νίρο, το οποίο είναι αληθινή ιστορία και βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Σακς -αυτόν υποδύεται ο Γουίλιαμς.)
ΥΓ: Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Βίτγκενσταϊν είχε το σύνδρομο Άσπεργκερ. Και αν αρχίσουμε να απαριθμούμε τους “ψυχασθενείς” στην τέχνη θα γράψουμε άλλες δέκα σελίδες. Ας αναφέρουμε μόνο τον Γιαννούλη Χαλεπά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου