Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

28 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1944: ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΟΥ ΜΑΛΑΘΥΡΟΥ ΧΑΝΙΩΝ! 28 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1944: ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΠΑΛΙΚΑΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ…28 Αυγούστου 1944: Το μπλόκο της Καλλιθέας και το κάψιμο της ηρωικής συνοικίας των Πάνω Σφαγείων…






Στις 28 Αυγούστου 1944, ενώ οι καμπάνες ετοιμάζονταν να ηχήσουν χαρμόσυνα και λυτρωτικά αναγγέλλοντας το τέλος του χιλιόχρονου Γ΄ Ράιχ, οι Γερμανοί επέδραμαν με πρωτοφανή αγριότητα κατά του ελληνικού χωριού της Κισάμου Μαλάθηρο και εκτέλεσαν ένα από τα πιο στυγερά κακουργήματα της απαίσιας κατοχής τους.


Περίτρομοι ξυπνούσαν οι χωρικοί σαν από εφιαλτικό όνειρο και έβλεπαν πλάι τους τους σφαγείς, που τους άρπαζαν και τους οδηγούσαν στο δημοτικό σχολείο και στη θέση Πατήματα του χωριού.



Εξαντλητική και ιεροεξεταστική, ήταν η ολοήμερη ανάκριση των ανδρών. «Που είναι οι Άγγλοι, που είναι τα όπλα, που είναι ο πομπός του ασυρμάτου», ήταν οι στερεότυπες ερωτήσεις. Στις αρνητικές απαντήσεις των παλικαριών τρομερά και θανατηφόρα κτυπήματα καταφέρονταν εναντίον τους .Το αίμα από τις πληγές είχε καταβρέξει τα φτωχικά τους ρούχα και σχημάτιζαν μια εικόνα ανατριχιαστική και τρομακτική.



Το απόγευμα μια θλιβερή συνοδεία σχηματίστηκε, που την έκλεισαν πάνοπλοι οι σφαγείς απ΄ όλες τις πλευρές.



…61 μάρτυρες βάδιζαν στο δύσβατο δρόμο και κανένας δεν άρθρωνε λέξη. Τα μάτια ερευνητικά στρέφονταν προς όλες τις κατευθύνσεις και αναζητούσαν εξιχνίαση της πορείας. Όλοι προαισθάνονταν το μεγάλο κακό, αλλά και κανείς δεν ήθελε να πιστέψει. Ήλπιζαν ότι θα τους φυλάκιζαν στη Βαστίλη της Κρήτης, Αγιά.



…Στη θέση Φαράγγι το όνειρο διαλύθηκε και η ελπίδα έγινε οικτρά πλάνη. Οι κάννες των όπλων και των πολυβόλων στράφηκαν κατά πάνω τους. Δεν πρόλαβαν να συνειδητοποιήσουν την απειλή και ένιωθαν τσιμπήματα στο σώμα τους. Έβλεπε ο ένας τον άλλο να σωριάζεται και να καλεί σε βοήθεια. Σε λίγα λεπτά και οι 61 είχαν πέσει στη γη. Βαριές ανάσες πόνου και απόγνωσης έβγαιναν από λίγα στόματα. Οι απόστολοι του θανάτου και του ολέθρου ξέκοψαν από τις θέσεις τους και σαν απόκοσμα φαντάσματα πηδούσαν πάνω από τα αιμόφυρτα κορμιά και φύτευαν την κολασμένη χαριστική βολή.



28 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1944: ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΠΑΛΙΚΑΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ…




Στον Κακόπετρο Χανίων στις 28 Αυγούστου 1944 ένα τραγικό συμβάν θα μείνει για πάντα να στιγματίζει τους φασίστες κατακτητές.



Στη στροφή του δρόμου πάνω από το σχολείο, ένα φορτηγό αυτοκίνητο προερχόμενο από την Παλαιοχώρα είναι γεμάτο επιβάτες με προορισμό τα Χανιά. Ο οδηγός υποχρεώνεται να σταματήσει και όλοι οι επιβάτες να κατέβουν, αφήνοντας τις αποσκευές τους στο αυτοκίνητο. Επιβάτες και αποσκευές ελέγχονται εξονυχιστικά. Σ΄ ένα σακίδιο βρίσκουν λίρες Αγγλίας και έγγραφα της Αγγλικής αντικατασκοπείας. Αμέσως τα πολυβόλα στήνονται και τους λένε πως, αν δεν παρουσιαστεί ο κάτοχος του σακιδίου, θα εκτελεστούν επί τόπου όλοι.



Τότε, ένα 24χρονο παλικάρι, ο Νικόλαος Γερωνυμάκης, από την γειτονική Γρα Κερά, πράκτορας της αγγλικής κατασκοπείας, με το κεφάλι ψηλά, βγαίνει δύο βήματα μπροστά και, με φωνή στεντόρεια σα να μιλούσε η Κρήτη ολόκληρη, φώναξε: «Δικό μου είναι το σακίδιο». Από τη στιγμή αυτή, αρχίζει το μαρτύριο του ήρωα που ευτυχώς δεν κράτησε πολύ.



Με σχοινιά δένεται στο άγκιστρο ενός τζιπ που με ταχύτητα τον σέρνει στο σκυροστρωμένο δρόμο, μπροστά στα έντρομα μάτια των συνεπιβατών του κι οι κοφτερές πέτρες του κρεουργούν το νεανικό κορμί του. Μισοπεθαμένο, με θρυμματισμένα τα κόκαλα, χωρίς να γογγύζει η να εκλιπαρεί, τον λύνουν από το αυτοκίνητο, του δένουν με σύρμα το δεξί χέρι με το αριστερό πόδι και τον κρεμούν σε μια αγριοαχλαδιά και με λογχισμούς τον αποτελειώνουν.




28 Αυγούστου 1944: Το μπλόκο της Καλλιθέας και το κάψιμο της ηρωικής συνοικίας των Πάνω Σφαγείων…







Η φοβερή εκείνη Δευτέρα 28 του Αυγούστου του 1944, που, πριν ακόμα καλά καλά χαράξει, ορδές Γερμανών κατακτητών και ταγματασφαλητών κύκλωσαν την περιοχή από Πετράλωνα, τις προσφυγογειτονιές των Πάνω και Κάτω Παλαιών Σφαγείων και ολόκληρο το Δήμο Καλλιθέας και συγκέντρωσαν στο Γήπεδο της ΑΕΚ στην Καλλιθέα όλους τους άντρες από 14 έως 65 χρόνων.
Μακάβριος ο απολογισμός των νεκρών ΕΠΟΝιτών - ΕΑΜιτών, που η ηλικία τους κυμαινόταν από 14 έως 25 χρόνων. 22 εκτελέστηκαν στο γήπεδο και 8 γαζώθηκαν από τα οπλοπολυβόλα των καταχτητών και των ντόπιων συνεργατών τους στους δρόμους. Στη συνέχεια η ηρωική συνοικία των Πάνω Παλαιών Σφαγείων έγινε ολοκαύτωμα από τα ναζιστικά κτήνη και τους ντόπιους ταγματασφαλήτες.



Το 1944, χρονιά που χάνουν το «παιχνίδι» του πολέμου, οι Γερμανοί έδειξαν όλη τους την αγριότητα. Τη χρονιά αυτή έγιναν οι μαζικότερες εκτελέσεις στις πόλεις και στα χωριά, τα αγριότερα μπλόκα στις γειτονιές, κυρίως της Αθήνας και δόθηκαν οι σκληρότερες μάχες με τον ΕΛΑΣ σ' ολόκληρη τη χώρα.



«Οι τρίμηνες μάχες του 1944 (Ιούνης - Ιούλης - Αύγουστος) στην περιοχή μας στοίχισε τη ζωή πολλών πατριωτών. Επίσης έγιναν και ομαδικές εκτελέσεις. Ετσι, επειδή και η γειτονιά μας, με την ίδρυση του ΕΑΜ, μπήκε σχεδόν ολόκληρη στον αγώνα, δέχτηκε την «τιμωρία» των κατακτητών και των ταγματασφαλιτών. Στις 28 Αυγούστου, αυτού του χρόνου, πριν ακόμα χαράξει η μέρα, κύκλωσαν ολόκληρο το Δήμο Καλλιθέας, καλώντας όλους τους άνδρες, από 15 έως 65 χρόνων, να συγκεντρωθούν στο Γήπεδο με την απειλή της εκτέλεσης επιτόπου, για όποιον έμενε μέσα στο σπίτι. Μακάβριος ο απολογισμός των νεκρών. 30 νεκροί ΕΠΟΝίτες, όλα νέα παιδιά από 15 έως 25 χρόνων», θα πει σε εκδήλωση τιμής και μνήμης τον Σεπτέμβρη του 2001, ο Στ. Ψωμιάδης(1), πρόεδρος του Παραρτήματος Πετραλώνων - Θησείου - Πάνω Σφαγείων της ΠΕΑΕΑ.



«Αργότερα -συνέχισε- και μετά το λουτρό αίματος, οι ταγματασφαλίτες επιδόθηκαν στο πλιάτσικο των σπιτιών και, αφού πήραν ό,τι πολύτιμο αντικείμενο βρήκαν στα νοικοκυριά των προσφύγων, παρέδωσαν τη συνοικία μας στις φλόγες. Ηταν το ολοκαύτωμα των Πάνω Σφαγείων».



Για το μπλόκο της Καλλιθέας θα γράψει ο Βασίλης Λιόγκαρης(2) στην στήλη του στον Ριζοσπάστη:



“Εξήντα ένα χρόνια από την αποφράδα κείνη μέρα. Το ολοκαύτωμα της οδού Μπιζανίου δεν ήταν το τελευταίο γεγονός που ταρακούνησε την Καλλιθέα. Εγινε και το άλλο, το τρομερότερο.



Η Καισαριανή είναι ξεσηκωμένη. Το Δουργούτι το ίδιο. Η Κοκκινιά έχει γράψει την ιστορία της και συνεχίζει. Το Κατσιπόδι, ο Βύρωνας, το Μπαρουτάδικο, οι Ποδαράδες, το Περιστέρι. Ολες οι φτωχογειτονιές της Αθήνας πληρώνουν τίμημα βαρύ και πολεμούν. Μέσα σ' αυτές συνοδοιπόρος και μπροστάρισσα η Καλλιθέα. Με τα Παλιά Σφαγεία, το συνοικισμό Χαροκόπου, την Αγιά-Λεούσα, τις Τζιτζιφιές.



Αύγουστος ήταν στις 28 του '44. Δευτέρα ξημερώματα. Κίνησε ο πατέρας από βαθιά χαράματα να πάει στη δουλιά και πριν ο ήλιος βγει γύρισε πίσω. «Τι συμβαίνει και ξαναγύρισε;». Εκανε με τρόμο η Μάνα. Τότε εκείνος ξεστόμισε την πιο φρικτή λέξη, που όλοι ακούγαμε, όλοι φοβόμασταν κι όλοι περιμέναμε... Μπλόκο!!!



Ολάκερη η Καλλιθέα μπλοκαρισμένη. Από Λεωφ. Συγγρού μέχρι γραμμές ηλεκτρικού κι από τη γέφυρα Κουκακίου μέχρι παραλία. Δεν άργησαν να μπουκάρουν στη γειτονιά. Πλημμύρισε ο τόπος φέσι, φουστανέλα και προστυχόλογα. Ενα χωνί στην πλατεία ουρλιάζει και σπέρνει τρόμο και πανικό... Ολοι οι άντρες από 14 χρόνων κι επάνω να συγκεντρωθούν γρήγορα στο γήπεδο της ΑΕ Καλλιθέας».



Φώναξαν καμιά δεκαπενταριά φορές και μετά άρχισαν τα γιουρούσια στα σπίτια. Τραβολογούν και δέρνουν. Βάζουν τον υποκόπανο μπροστά, χτυπάνε στα πλευρά και σπρώχνουν. Δεν αφήνουν γωνιά που να μην ψάξουν. Αλίμονο σ' όποιον έκανε την κουτουράδα να προσπαθήσει να κρυφτεί για να ξεφύγει. Σαν σκυλί τον ξαπλώνουν στον τόπο. Οι Γερμανοί αφ' υψηλού ελέγχουν το έργο. Ευχαριστημένοι που οι υποτελείς κάνουν καλή δουλιά.



Πριν πάρει μεσημέρι ντουμάνιασε ο τόπος. Πυκνές τούφες καπνού σκουραίνουν τον ουρανό. Αμέσως το φρικτό μαντάτο. Τα Σφαγεία καίγονται. Το 5ο Δημ. Σχολείο καίγεται. Μαυροφορεμένες γυναίκες με ξέμπλεκα μαλλιά παίρνουν το δρόμο ξεφωνίζοντας. Η κάπνα κατέβηκε χαμηλά και νύχτωσε αυγουστιάτικα, μέρα μεσημέρι. Πάνω στη Δεξαμενή οι ταγματασφαλίτες απολαμβάνουν το θέαμα, πετώντας τα φέσια τους ψηλά. Βαράνε στον αέρα.



Καταμεσήμερο και ο ήλιος πάνω από τα κεφάλια σε τσουρουφλίζει. Είναι όλοι ανακούρκουδα καθισμένοι και ξεφυσάνε. Τα χείλη σκασμένα για μια στάλα νερό. Η αγωνία του θανάτου μέσα από το βλέμμα του καταδότη με την κουκούλα τσακίζει τα πρόσωπά τους. Ενα τσιγάρο στόμα το στόμα, ρουφηξιά τη ρουφηξιά, μοναδική παρηγοριά.



Με το σούρουπο πήραν οι άντρες να γυρίζουν πίσω. Είκοσι δύο παλικάρια, όμως, δεν ξαναγύρισαν σπίτι τους... Είκοσι δύο μάνες ξεραμένες στο κεφαλόσκαλο δεν άνοιξαν την αγκαλιά τους. Είκοσι δύο παλικάρια έμειναν για πάντα εκεί, Δοϊράνης και Μαντζαγριωτάκη γωνία, σπορά και θεμέλιο για έναν κόσμο ελεύθερο και ειρηνικό που πίστεψαν πως θα 'ρθει..!”


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου